7. Διαχείριση χρημάτων και η νοοτροπία του νικητή

@editornickthegreekLeave a Comment

Ο Τιτάνικ Τόμπσον αποφάσισε να γνωρίσει τον Νικ το 1921 όταν όλοι μιλούσαν για τον Νικ δε Γκρηκ. «Την εποχή αυτή ο Νικ θεωρούνταν ο κορυφαίος παίχτης στην Αμερική» έλεγε ο Τιτάνικ.»Κανείς άλλος εκτός από τις μέρες του Richard Canfield ( τζογαδόρος του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα που έδωσε ώθηση στα παράνομα καζίνο) δεν απέχτησε τέτοια φήμη. Δεν φαινόταν να ξεμένει ποτέ από λεφτά. Μπορεί κάποιες χρονιές να φαλίριζε δύο ή τρεις φορές τον χρόνο αλλά την επόμενη φορά που τον έβλεπες είχε 200-300 χιλιάδες δολάρια στις τσέπες του.

Κανείς δεν ξέρει που τα έβρισκε. Έλεγε ότι η ευφροσύνη να μετέχει σε μίας τέτοιας μορφής οικονομικής υπόστασης και τρόπου ζωής ήταν πέρα από κάθε περιγραφή. Συναντηθήκαμε στο Σικάγο και αναχωρήσαμε αμέσως για το Σαν Φρανσίσκο. Είχαμε ακούσει φήμες για μεγάλα παιχνίδια στο Kingston Club. Περάσαμε πάνω από έναν χρόνο παίζοντας πόκερ εκεί. Ήταν ένα 24 ώρες την ημέρα 7 μέρες την εβδομάδα limit poker των 300 δολαρίων με 20 δολάρια άντε. Στο παιχνίδι έπαιρναν μέρος πολλοί πολιτικοί της πόλης, δικηγόροι, τραπεζίτες, λαθρέμποροι και τοπικοί παίκτες όπως οι Joe Bernstein και Nigger Nate Raymond και οι δύο τεράστια ταλέντα στα χαρτιά.

Νικ δε ΓκρηκΟ Νικ είχε την αντοχή να παίζει 4 μέρες χωρίς ύπνο, ενώ εγώ έπαιζα για 15 με 16 ώρες συνεχώς και κατόπιν κοιμόμουν για 12 ώρες. Στο διάστημα αυτό κέρδισα δύο αυτοκίνητα και κοντά στο ένα εκατομμύριο δολάρια. Αν και δεν χρειαζόταν, συνεννοούμουν με τον Νικ με σινιάλα ώστε να ξέρουμε ποιος έχει το καλύτερο φίλο, πότε να ποντάρουμε και πότε να πάμε πάσο. Αυτό δεν χρειάστηκε πολύ μιάς και ο Νικ και εγώ ήμασταν εξαιρετικοί παίκτες».

Αυτά είχε να πει ο Τιτάνικ, αν και υπάρχουν αμφιβολίες για την συνεργασία τους με σινιάλα, μιας και ο Νικ δεν χρησιμοποιούσε ποτέ αυτή την πρακτική που ήταν και επικίνδυνη, (για παρόμοιο σκηνικό πυροβολήθηκε θανάσιμα ο Άρνολντ Ρόθσταιν όταν αρνήθηκε να πληρώσει τα χρήματα που χρωστούσε από ένα παιχνίδι πόκερ γιατί τον πληροφόρησαν ότι το παιχνίδι ήταν στημένο) και δεν την είχε ανάγκη.

Στην Νέα Ορλεάνη με μόνο 2.500 χιλιάδες δολάρια μέσα στο ποτ ενός παιχνιδιού σταντ πόκερ, ένας είπε ότι εάν ο Νικ δε Γκρηκ έβλεπε το ποντάρισμά του θα λιποθυμούσε. » Η περιέργεια με σκότωνε » είπε ο Νικ. » Είδα το ποντάρισμά του αρκετά σίγουρος ότι θα λιποθυμούσε.» Στο τέλος ενός παιχνιδιού ζαριών στη Νέα Υόρκη, ο Νικ έριξε τα ζάρια με έναν τοπικό χρηματιστή (όποιος χάσει χάνεται, μία ζαριά, το μεγαλύτερο νούμερο κερδίζει). Ο χρηματιστής έριξε 3 (το δεύτερο χειρότερο). Ο Νικ αρνήθηκε την παραδοχή της ήττας που του έκανε ο χρηματιστής, και συνέχισε το παιχνίδι ρίχνοντας τα ζάρια. Έριξε το δύο. Δεν λιποθύμησε.

Επειδή δεν φαίνεται να μένει ποτέ από λεφτά ανεξάρτητα με το πόσο πολλά χάνει, οι πιο ξέφρενες εικοτολογίες εμφανίστηκαν για τις πηγές από τις οποίες αντλεί χρήματα. Οι πιο ψαγμένοι και θεωρούμενοι αυθεντίες στο θέμα έδωσαν τις εξής θεωρίες: 1) από ένα μικρό γκρουπ πλούσιων Ελλήνων, 2) από ένα μεγάλο γκρουπ φτωχών Ελλήνων, 3) από μία πλούσια Νεοϋορκέζα χήρα που δεν έχει δει ποτέ κανείς, 4) διάφορους εκτός των καθιερωμένων συμμορίτες. Ο Νικ επιμένει ότι δεν έχει παίξει ποτέ χρήματα εκτός από τα δικά του.

Δανειζόταν κάποια ποσά, χωρίς όμως να μετέχουν με ποσοστά από τα κέρδη του οι δανειστές. Απλώς δάνειζαν και αυτός επέστρεφε μόνο το κεφάλαιο. Εάν κάποια φορά θα αποτύγχανε να ξεπληρώσει εγκαίρως ένα χρέος του και εξαιτίας αυτού έχανε την υπόληψη του για δανεισμό, που είναι το τελείως απαραίτητο εργαλείο για την συναλλαγή του, ο Νικ θα είχε καταγραφεί καθ” όλη την διάρκεια του επαγγέλματος του σαν οικονομικά νεκρός, και οι εικοτολογίες θα είχαν πάρει τέλος. Αλλά δεν απέτυχε ποτέ.

Μολονότι ο Νικ παίζει περισσότερο για να κάνει μία βουτιά στη δράση, σαν όλους τους αληθινούς τζογαδόρους, δεν πρόκειται να πάει για να παίξει έτσι απλά κάθε στοίχημα. Αυτό θα του έδινε ένα αίσθημα ότι είναι πελαγωμένος, ότι τα έχει χαμένα. Κινείται καλύτερα όταν νομίζει πως έχει το προβάδισμα, ή κάτι λίγο καλύτερο, από πλευράς ποσοστών. Η κυβεία είναι ένα άλλο όνομα για το πλεονέκτημα, ή το λίγο παραπάνω. Αν η κυβεία είναι εντάξει, ο αληθινός τζογαδόρος αραιά και που και μόνο είναι ικανός να αφήσει ένα στοίχημα να περάσει.

Ο Νικ τονίζει πάντα ότι πρέπει να λαμβάνεις μέτρα εδώ και τώρα όταν πάνω σε ένα παιχνίδι αισθάνεσαι έστω και ελαφρά γλαρωμένος., κάτι που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε σε οποιονδήποτε παίκτη. Δίνει σαν παράδειγμα μία δική του περίπτωση, όπου βρέθηκε σε μία αρκετά δυσάρεστη θέση, πολύ πιο σοβαρή από του οποιουδήποτε μεσαίου παίκτη. Η τύχη του πήγαινε καλά. Αλλά το σώμα του έστελνε δυσάρεστα μηνύματα. Ένα πόδι του, πρησμένο και πονεμένο, επέβαλε την ανεπιθύμητη παρουσία του στις αισθήσεις του και έφθειρε την προσήλωση του στο παιχνίδι.

Είχε έρθει προφανώς η ώρα να αναζητηθεί ιατρική βοήθεια. Παράλληλα όμως ήξερε ότι δεν γινόταν να ελπίζει ότι φεύγοντας από το τραπέζι για να πάει στο γιατρό θα έβρισκε την τύχη που είχε το βράδυ εκείνο να τον περιμένει όταν θα ξαναγύριζε μία εβδομάδα αργότερα. Μία συμβιβαστική λύση φαινόταν να είναι εντάξει. Για 55 ώρες ο Νικ έμεινε στο τραπέζι, κερδίζοντας σταθερά, ενόσω ο γιατρός του ξενοδοχείου χορηγούσε στο σώμα του πενικιλίνη.

«Σε τραυματικές συνθήκες βγήκα 54.000δολ. κερδισμένος», χαμογέλασε αναπολώντας » και το πόδι γιατρεύτηκε επίσης μέχρι την ώρα που τελείωσε το κερδοφόρο μου σερί και μπορούσα να πάω σπίτι για να ξεκουραστώ». Σε πιο άχαρες καταστάσεις, η συμβουλή του είναι ότι πρέπει να είναι κανείς λιγότερο ηρωικός και περισσότερο πρακτικός. » Αν αισθάνεσαι γλαρωμένος και νυσταγμένος μετά από κανά δύο ώρες» συμβουλεύει » πάνε στο μπάνιο και δες τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Πες στον εαυτό σου ότι ήρθε η ώρα να δείξεις από τι είσαι φτιαγμένος. Τότε καθάρισε τα νύχια σου. Πλύνε το πρόσωπο και τα χέρια. Χτένισε τα μαλλιά σου, φύσηξε την μύτη σου, βούρτσισε τα δόντια σου εάν έχεις οδοντόβουρτσα.

Με λίγα λόγια δες τον εαυτό σου σαν να ξεκινάει τώρα την μέρα. Καθόλη αυτή την πρακτική άδειασε το μυαλό σου. Μην συνεχίζεις να σκέφτεσαι το παιχνίδι εκεί πίσω. Σκέψου κάτι όμορφο … ένα ηλιοβασίλεμα ίσως, ή το πώς τα σύννεφα ξεκουράζονται πάνω από ένα βουνό το πρωινό. Ποτέ μην σκεφτείς γυναίκα, αυτό σε διασπά. Και τότε όταν ξαναγυρίσεις στο παιχνίδι, συγκεντρώσου απόλυτα σε αυτό ξανά. Αν το αίσθημα αυτό ξαναγυρίσει μερικές ώρες αργότερα κάνε και άλλο διάλλειμα, ξανάκανε την όλη διαδικασία. Ή εάν το επιτρέπει ο καιρός, κάνε μία βόλτα έξω από το καζίνο στον καθαρό αέρα.

Νικ δε ΓκρηκΟ καθαρός αέρας δεν πρόκειται να σε σκοτώσει. Ίσως το λάθος να είναι η εισπνοή περισσότερο από ότι πρέπει συνθετικού αέρα των αιρκοντίσιον ή των τσιγάρων. Το θέμα είναι όχι το τι κάνεις συγκεκριμένα. Το θέμα είναι αν σε χαλαρώνει ή όχι, σε αναζωογονεί, και ξαναφέρνει τα πνευματικά σου εργαλεία πάλι πίσω σε εργασιακή ευταξία. Εάν συμβεί αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο εάν η τεχνική σου να χαλαρώσεις είναι μία βόλτα ή ένας διαλογισμός σε στάση γιόγκα για δέκα λεπτά».

Κατά την διάρκεια μιάς συζήτησης σε ένα νεουρκέζικο κλαμπ ο Ντόλαρ Τζων — νεαρό μέλος μιας εκλεκτής και παλιάς Νεουρκέζικης οικογένειας τζογαδόρων της οποίας τα καινούρια βλαστάρια ήταν ο ίδιος, και τα αδέλφια του ο Μισό Δολάριο Τζων και ο Δύο Κέρματα Τζων- έτυχε να δηλώσει πως πίστευε ότι η Αλάσκα είναι πολύ μεγάλη. Καθώς υπήρχε και ένας Τεξανός στην παρέα, η παρατήρηση δεν αφέθηκε να περάσει έτσι. Καταφανώς εκνευρισμένος ο Ντόλλαρ Τζων είπε τότε ότι η Αλάσκα είναι μεγαλύτερη από το Τέξας και την Νέα Αγγλία μαζί, και ότι ήταν έτοιμος να στοιχηματίσει για αυτό.

Φυσικά αυτή η τοποθέτηση έφερε στο τραπέζι και άλλους ενδιαφερόμενους. Ο Νικ παρέμεινε αμέτοχος, ούτως ή άλλως πίστευε προσωπικά ότι ο Ντόλλαρ Τζων είχε ασχοληθεί με την Γεωγραφία προσφάτως. Αναμφισβήτητα θα έδινε 8 προς 5 για αυτό. Αλλά όταν ο Ντόλλαρ Τζων, πετάζοντας την σύνεση στον αέρα, προσφέρθηκε ξαφνικά να στοιχηματίσει ότι η Αλάσκα ήταν όχι μόνο μεγαλύτερη από το Τέξας και την Νέα Αγγλία αλλά και την Πενσυλβάνια και την Καλιφόρνια μαζί, αυτό το απόκοσμο σύνορο, ακαταμάχητο στους μεγαλοτζογαδόρους περάστηκε.

Η κυβεία ήταν τώρα σωστή. » Έχασα 10.000 δολάρια σε αυτήν την φουριόζικη ενέργεια «, θυμάται θλιβερά ο Νικ, » δεν υπήρχε τίποτα άλλο που μπορούσα να κάνω λαμβάνοντας υπ” όψη τις πιθανότητες που μου έδινε ο Ντόλλαρ Τζων».

Η γνώση του για όλους τους λαβυρινθώδεις δρόμους του τζόγου έχει αποδώσει στον Νικ την φήμη της παγκόσμιας αυθεντίας στο αντικείμενο αυτό. Τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, καλείται στις διαφωνίες μεταξύ παικτών όπου και αν βρίσκεται, για να διακανονίσει μία ανεπαίσθητη λεπτομέρεια από την οποία κρέμεται ένα ποντάρισμα, ένα στοίχημα. Οι αποφάσεις του σε τέτοια καλέσματα είναι πάντα τελεσίδικες. Εάν υπάρξει κάποια ένσταση ο Νικ είναι πρόθυμος να στοιχηματίσει με τον διαφωνούντα το διπλό από το ποσό που παίζεται, στο ότι η κρίση του είναι σωστή. Ποτέ δεν αποδέχτηκε κάποιος το στοίχημα.

Η θέση του σαν επιδιαιτητή σε ευρεία κλίμακα, έφερε στον Νικ τον θαυμασμό όχι μόνο των Κλαμπ του Λας Βέγκας και των επιχειρηματιών των Καζίνο, αλλά και πολλών πρώην φιγούρων του υπόκοσμου που εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια της πόλης για να χαλαρώσουν στον ήλιο. Αυτός ο ύστερος θαυμασμός έκανε τον Νικ ανήσυχο καθώς του φέρνει πίσω αναμνήσεις. Σαν ο επιφανής παίκτης του Σικάγου στην δεκαετία του 1920, ο Νικ ήταν σαστισμένος βρίσκοντας τον εαυτό του να θαυμάζεται ευρέως σε όλες τις περιοχές που ελέγχονταν από τις συμμορίες, για την άμετρη ιδιαίτερου είδους δράση του, την εκλεπτυσμένη εμφάνιση του, την μοναχικότητα του, τον διανοητικό του αέρα, και το γεγονός ότι δεν θα είχε τίποτα να κάνει σε επιχειρησιακή οδό με κακοποιούς.

Η επαφή με τον κόσμο των αντιπαρατιθέμενων δραστηριοτήτων ήταν αναπόφευκτη για τους μεγαλοτζογαδόρους της εποχής, γιατί οι βασιλείς και οι ακόλουθοι τους του υποκόσμου, προσελκύονταν στην δράση των τραπεζιών του τζόγου, όπως έκαμνα και οι διάφοροι επιχειρηματίες, οι κληρονόμοι των κοσμικών και των βιομηχάνων. Αλλά για να θαυμαστεί, ακόμη και εάν δεν το δείχνανε από κοντά, από τέτοια διαβολικά επιχειρησιακά πνεύματα όπως ο Λεγκς Ντάιαμοντ, ο Ντατς Σούλτς, ο Ντάιαν Ο Μπράιον και ο Αλ Καπόνε , ανάμεσα σε άλλους – να ξέρει τα μυστικά τους, να κερδίζει μερικά από τα λεφτά τους και να αισθάνεται σποραδικά τον άνεμο από σφαίρες συμμοριών να αναζητούν άλλους εκτός από τον ίδιο….

Όλα αυτά ήταν μία φυσική προδιάθεση της φύσης. Σε μία περίπτωση πάντως η εκτίμηση του Σικάγου ήταν πολύ για τα νεύρα του Νικ. » Γύρω στα Χριστούγεννα του 1925 » λέει ο Νικ, » ένας κατασκευαστής απαγορευμένων Ουίσκυ που ήταν γνωστός στο εμπόριο σαν ο αποτεφρωτήρας του Κικέρο, μου έστειλε ένα σωματοφύλακα ονόματι “ Ειλικρινής Άμπε “ για δώρο. Δεν είχα ποτέ σωματοφύλακα και δεν ήθελα κανέναν, αλλά μιάς και ο Άμπε ήταν ένας από αυτούς τους άλαλους με το δάχτυλο στην σκανδάλη ανθρώπους που δεν σκότωσαν ποτέ κανέναν από οργή, αλλά μόνο για λόγους «δουλειάς», δεν ήθελα να τον προσβάλω έτσι από βιασύνη χωρίς να του δώσω μία ευκαιρία.

Νικ δε ΓκρηκΓρήγορα κατάλαβα ότι ή στάση του Άμπε ήταν ότι ήμασταν μόνο εμείς οι δύο απέναντι σε όλο τον κόσμο. Κοιμόταν στο καθιστικό της σουίτας του ξενοδοχείου μου. Προχωρούσε μαζί μου στις ρομαντικές μου συναντήσεις με την θεωρία ότι όλα τα θηλυκά παραπλανούν, Όταν άρχισε να υποβάλλει σε σωματική έρευνα ανθρώπους που με αναζητούσαν στο ξενοδοχείο, τότε τέλος πάντων, η συναναστροφή μας παράκμασε. Τελικά όταν άκουσα ότι ήθελε να κάνει κάτι καλό για μένα, πήρα την ζωή μου στα χέρια μου και του έδειξα την πόρτα. Έπρεπε να το κάνω», ολοκλήρωσε παγερά ο Νικ, » Ήμουν σίγουρος ότι το μόνο ευχάριστο πράγμα που μπορεί να σκεφτόταν ο Άμπε ήταν να σκοτώσει κάποιον.»

«Ακόμη και το πιο καθαρό και ανανεωμένο μυαλό , είναι μικρής χρησιμότητας εάν ο ιδιοκτήτης του έχει έλλειψη κατανόησης του είδους του παιχνιδιού που παίζει και τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα του στο να κερδίσει ή να χάσει. Καλό είναι να παίζεις παιχνίδια όπου το καζίνο έχει το μικρότερο πλεονέκτημα ή παιχνίδια όπως το πόκερ όπου πιστεύεις ότι έχεις πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων. Ακόμη όμως και αν παίζεις μόνο σε τέτοια παιχνίδια, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα βγεις κερδισμένος ή έστω να έρθεις στα ίσια(κάτι που είναι ανοησία σε κάθε περίπτωση).

Δεν υπάρχει καμία γνωστή μέθοδο που μπορεί να μετατρέψει μία αρνητική προσδοκία σε ένα παιχνίδι σε μία θετική προσδοκία (μόνο τα συστήματα στο μπλακτζακ το πέτυχαν αυτό αργότερα). Ναι σίγουρα είναι δυνατόν να κερδίσεις. Το μυστικό μεταξύ ενός χαμένου και ενός κερδισμένου είναι η πειθαρχία. Αυτό λέει ότι ο κερδισμένος διαχειρίζεται τα χρήματα του. Ο χαμένος αφήνει τα χρήματα να τον διαχειρίζονται.

Η διαχείριση των χρημάτων, όπως το βλέπει ο Νικ, ήταν ένα από τα απώτερα τεστ για τον ανθρώπινο χαρακτήρα και την νοημοσύνη.. Προϋποθέτει πρώτα από όλα την βασική πρόθεση για νίκη. «Θυμάστε τι σας είπα προηγουμένως», ρώτησε; «Μπορείς να κερδίσεις μόνο εάν προτίθεσαι να το κάνεις. Μην γελάτε. Ο χαμένος χάνει επειδή στο πίσω μέρος του μυαλού του όπου ζει, θέλει να κάνει ακριβώς αυτό. Τιμωρεί τον εαυτό του, κάποιες φορές, για κάτι ή για κάτι άλλο. Ή καταδεικνύει, για την δική του ικανοποίηση το δεδομένο της αναξιότητάς του.

Ποιος ξέρει πόσους λόγους μπορεί να έχει κάποιος ώστε να θέλει να χάσει; Αλλά και η μεγαλύτερη τύχη στον κόσμο θα ήταν άχρηστη για αυτόν σε αυτό το πλαίσιο του νου. Ανεξάρτητα με το πόσο πολλά κερδίζει, θα είναι στην κυριολεξία φοβισμένος να φύγει κερδισμένος. Θα μείνει στο τραπέζι για ώρες, μέχρι τελικά να αποκτήσει αυτό που θέλει- μία άδεια τσέπη και έναν άδειο λογαριασμό».

Ο Νικ ήταν πεπεισμένος ότι ο οποιοσδήποτε παίχτης με κάποια γνώση του παιχνιδιού ξέρει πότε ήρθε η ώρα για αυτόν να φύγει από το παιχνίδι. Οι νικητές πιστεύει ότι προσέχουν αυτήν την γνώση, οι χαμένοι την παραβλέπουν. » Χρειάζεται πραγματικός χαρακτήρας για να σταματήσεις και να φύγεις κερδισμένος » λέει ο Νικ » Εάν το κάνεις αυτό, θα πρέπει να περιμένεις τον θαυμασμό και τον φθόνο των άλλων παικτών, ακόμη και από την διεύθυνση του καζίνο. Κανείς δεν θα σκεφτεί να λυπηθεί έναν κερδισμένο. Έτσι ερχόμαστε στο ζήτημα του τι πραγματικά έχεις στον καθρέφτη πάνω σου, θαυμασμό ή λύπηση; Σκέψου το, όταν έχεις καταλήξει στο μυαλό σου, η μισή δουλειά έχει γίνει».

Το 1925 ο Νικ είχε υπερεπάρκεια από μετρητά και έτσι δώρισε 1εκ. δολάρια. Γιορτάζονταν σαν ένας παράγοντας που πρόσφερε ανακούφιση στους υπόλοιπους. Ειτε αυτοί οι υπόλοιποι ήταν υποκριτές είτε όχι. Σχεδόν κάθε πρωί για τριάντα και πλέον χρόνια, από 10 μέχρι 20 άτομα μπαίνουν με τη σειρά στους διαδρόμους έξω από τα διάφορα ξενοδοχειακά του δωμάτια ζητώντας βοηθήματα, που συνήθως κυμαίνονται από 10 μέχρι 1.000 δολάρια, εξαρτάται από την ιστορία.

Ο όγκος του καθημερινού του ταχυδρομείου είναι τεράστιος. » Είσαι ένας άνθρωπος που αναλαμβάνει ρίσκα με εκατομμύρια δολάρια » αρχίζουν πολλά από αυτά τα γράμματα, » πως θα σου φαινόταν να αναλάβεις μία τύχη για ένα ανθρώπινο πλάσμα;» Αυτή είναι μία περιττή ερώτηση καθώς έχει δωρίσει πολλά λεφτά σε ανθρώπους που ούτε καν ξέρει. Οι περισσότερες από τις δωρεές αυτές ήταν ανώνυμες αλλά περιστασιακά δώριζε χρήματα και προσωπικώς. Καθώς περπατούσε μία μέρα προς ένα ρεστοράν του Λας Βέγκας ένας άντρας που γνώριζε, τον προσφώνησε και του είπε ότι χρειαζόταν λίγα λεφτά για παίξιμο ώστε να ξανασταθεί πάλι στα πόδια του.

Ο Νικ τον έστειλε στο γειτονικό Horseshoe, κανονίζοντας για αυτόν τηλεφωνικώς μία πίστωση των 1.000 δολαρίων και πήγε στο ρεστοράν. Μετά την σούπα, το καζίνο πήρε τηλέφωνο για να τον ενημερώσει ότι ο άνθρωπος του έμεινε χωρίς λεφτά. » Δώσε του άλλα δύο» είπε ο Νικ. Κατά την διάρκεια αυτή, μέχρι να τελειώσει το φαγητό του ο Νικ, ο άνθρωπος του έχασε 12.000 δολάρια. Στις δύο το μεσημέρι όταν τελικώς ο Νικ σταμάτησε την πίστωση η χασούρα του ανθρώπου είχε ανέλθει στα 54.000 δολάρια. » Δεν μπορούσα να τον εγκαταλείψω μόνο και μόνο επειδή ξεκίνησε άσχημα» υποστήριξε ο Νικ » Ίσως είχε χάσει την αυτοπεποίθηση του» Ο Νικ ποτέ δεν κάνει μνεία τις φιλανθρωπίες του, και όταν αυτές του μνημονεύονται τις αρνείται σφοδρά . » Τι είμαι εγώ; Λέει κακόβουλα, » ο φύλακας του αδελφού μου κόσμου;.»

Νικ δε ΓκρηκΜία άλλη δραστηριότητα που αρνείται είναι το παρατήρημα των πουλιών. » Το μόνο είδος πουλιού που μου αρέσει είναι η φραγκόκοτα » αντιμιλά άγρια, «κάτω από το ποτήρι». Πάντως στην Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1920, ο Νικ ήταν ίσως ο μοναδικός τακτικός παρατηρητής πουλιών μεταξύ των 42ης και 52ης οδών του Μπρόντγουαίη. Πολλά πρωινά όταν ο ήλιος ανέτειλε με αφετηρία πάνω από το ρεστοράν Λίντσεη, πήγαινε μπροστά από το μαγαζί, είτε με τα πόδια, είτε με τον σοφέρ του, για να παρακολουθήσει τα πουλιά της πόλης να ξυπνάνε.

Οι πλαίημπους, οι πόρνες, οι κοπέλες των σόους, και άλλοι ανάμεσα στην κίνηση των πελατών του ρεστοράν που “ έκλεινε τα μάτια του “, υπέθεταν ότι έγραφε κάποιο βιβλίο για τα πουλιά. Αλλά δεν ρώτησαν ποτέ. Κανείς δεν ρωτούσε τον Νικ δε Γκρηκ πάρα πολύ. Καίτοι ήταν πάντα ευγενικός και φιλικός, είχε αναμφίβολα μία βαθιά επιφύλαξη που κατασίγαζε κάθε περιέργεια. Αλλά η περιέργεια δεν υποχωρούσε. Όλοι οι άλλοι γνωστοί του χώρου έρχονταν από κάπου όπως π.χ. ο Ρούμπερτ Νόουζ Μακ Μάνους ήταν από το Σικάγο, ο Γκολντ Τζόουνς από το Φρίσκο, ο Σέρλοκ Φαίλντμαν από το Σαιντ Λιούς.

Ο Νικ ωστόσο φαίνεται να ξεπρόβαλε με όλη του τη χάρη από το πουθενά. Αυτή η εντύπωση επικράτησε πιθανότατα από το γεγονός ότι ο Νικόλαος Δάνδολος ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Σμύρνη, που είναι το αντίστοιχο του πουθενά στην Χάλστεντ Στρητ του Σικάγο ή στο Μπρόντγουαίη.

«Δεν ακολουθάω πάντα τις συνταγές και συμβουλές για το σωστό παιχνίδι. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που δείχνουν ότι είμαι ένα από τα μέλη της ανθρώπινης ράτσας, τα οποία γίνονται θύματα της αυτοεξαπάτησης. Όταν όμως δεν ακολουθώ αυτούς του κανόνες, τουλάχιστον δεν προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου για το τι έχω κάνει όταν επανεξετάζω το συμβάν αργότερα.

Η τεχνική του να κερδίσεις μπορεί να είναι και ένα απλό συλλογιστικό πρόβλημα. Εάν π.χ. κάποιος επισκέπτεται το καζίνο μία φορά το μήνα με 500 δολάρια για 6 μήνες αρνούμενος να παίξει παραπάνω εάν χάσει, ίσως για 5 συνεχόμενους μήνες να χάνει το ποσό αυτό συνεχώς.

Αυτό είναι δείγμα κακής τύχης και μπορεί να συμβεί και στους καλύτερους παίχτες. Στον έκτο μήνα όμως ίσως πετύχει το πρώτο του σερί καλής τύχης. Υπάρχουν δύο τρόποι για να παίξεις τα λεφτά σου τώρα. Ίσως να παίξει ακριβώς όπως έπαιξε και την πρώτη του φορά – ίσως μάλιστα να μειώσει και λίγο τα στοιχήματα του, ίσως γιατί δεν θέλει να φανεί τόσο πολύ ένθερμος- και να κερδίσει 500 δολάρια περίπου. Ή μπορεί να αυξάνει τα στοιχήματα του και να φύγει με ένα κέρδος 5.000 δολαρίων. Στην πρώτη περίπτωση φεύγει συνολικά χαμένος 2.000δολ. ενώ στην δεύτερη κερδισμένος 2.500 δολάρια.

Ποιο δρόμο θα προτιμούσε ο καθένας από εσάς να ακολουθήσει; Εάν η επιλογή σας είναι η δεύτερη τότε υπάρχει μόνο μία μέθοδος για να ταιριάξετε στην εικόνα. Αυτή είναι να περιορίσετε την χασούρα σας σε ένα ποσό που θα το προσδιορίσετε πριν ξεκινήσετε να παίζεται, αλλά να μην βάλετε όριο κανενός τύπου στα κέρδη σας. Κατά περίεργο τρόπο αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο σχέδιο το οποίο ακολουθούν το 98 τοις εκατό των παικτών. Κατά κάποιον τρόπο φοβούνται να κερδίσουν.

Έτσι μόλις κερδίσουν λίγα,- ένα λυπηρό μικρό ποσό στις περισσότερες των περιπτώσεων – σταματούν να παίζουν. Εντάξει σίγουρα αυτό είναι το μισό βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. Τουλάχιστον δεν συνεχίζουν να παίζουν για πάντα ώστε να εισπράξουν την συμπάθεια σαν χαμένοι. Αλλά πάλι δεν βγαίνει κανένα νόημα, γιατί εάν έχαναν θα συνέχιζαν να εξαργυρώνουν τσεκ (στις μέρες μας πιστωτικές κάρτες ή ξεπούλημα περιουσίας απευθείας μέσα στο καζίνο σε οργανωμένα κυκλώματα) ή ακόμη και να δανείζονταν λεφτά χάνοντας τα και αυτά. Δεν βάζουν κανένα όριο κανενός είδους για το πόσο πολλά είναι σε θέση να χάσουν, βάζουν μόνο όριο στο πόσα θα κερδίσουν.

Φυσικά κανείς δεν γίνεται να περιμένει να κερδίσει πάνω σε αυτή την βάση. Η συνήθεια να αυξάνουν τα στοιχήματα τους όταν χάνουν ταιριάζει σωστά με την συνήθεια των χαμένων να επιτρέπουν στους εαυτούς του χασούρα χωρίς όριο. Μόλις αυτοί είναι μερικά δολάρια χαμένοι, αρχίζουν να αυξάνουν τα στοιχήματα τους με την ελπίδα της γρήγορης επανάκτησης των χαμένων. Οι γνώστες τζογαδόροι το ονομάζουν αυτό “να κυνηγάς τα χρήματα σου”. Είναι ένα κοινό λάθος. Σημαντικά λιγότερο σύνηθες και καθόλου λάθος είναι το να μειώνεις τα στοιχήματα σου ενώ χάνεις.

Έτσι ενώ μειώνοντας συνεχώς τα στοιχήματα σου ενώ χάνεις μπορείς να αποφύγεις ένα λούκι κακής τύχης, να επιβιώσεις το κακό σερί ώστε να δώσεις την ευκαιρία στον εαυτό σου να κερδίσεις. Όταν αρχίσεις να κερδίζεις και βρίσκεσαι με θετικό πρόσημο στην βραδιά μπορείς να αυξήσεις πάλι τα στοιχήματα σου. Καλπάζεις πάνω στην τύχη. Με λίγα λόγια αυτό που κάνεις είναι ακριβώς να αντιστρέψεις το σύστημα που παίζει ο χαμένος».

Ο Νικ ήταν ο πρώτος ίσως που είχε την ιδέα ότι δεν πρέπει να ποντάρεις ποτέ παραπάνω από το πέντε τοις εκατό του κεφαλαίου που έχεις για να παίξεις μέχρι να σιγουρευτείς πως πάει η τύχη σου. Προτείνει δηλαδή ένα μικρό ποσό για τα πρώτα στοιχήματα. » Εάν ξεκινήσεις άσχημα μην τρέξεις αμέσως να φύγεις . Θεώρησε τα χρήματα που έφερες για να παίξεις όχι σαν κάτι με σκληρή υπόσταση αλλά σαν κάτι που είναι σε ρίσκο όσο βρίσκεσαι σε δράση.

Το χρήμα που βρίσκεται στην δράση δεν ανήκει σε εσένα πλέον. Μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο, είναι πλέον ένα εύχρηστο σύστημα για να κρατάς το σκορ. Κράτησε το χάσιμο σε χαμηλά επίπεδα μειώνοντας τα πονταρίσματα μετά τα πρώτα άτυχα στοιχήματα. Οι πιθανότητες είναι ότι η τύχη σου θα γυρίσει. Και όταν αυτό γίνει τότε πόνταρε τον ουρανό. Και συνεχίζεις με υψηλό ρυθμό σε αυξανόμενα στοιχήματα μέχρι να δεις ότι το τυχερό σου σερί τελικά τελείωσε.

Εάν η τύχη δεν γυρίσει από κακή σε καλή, ε τότε εντάξει αυτά είναι τα ρήγματα. Και δεν είναι το τέλος το κόσμου. Θα ξανάρθεις και θα ξαναδοκιμάσεις την τύχη σου κάποια άλλη φορά. Από την άλλη αν η τύχη του παίκτη ξεκινήσει από την αρχή καλά, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για δεύτερη σκέψη. Ο Νομπελίστας φυσικός Ρίτσαρντ Φέινμαν γνώριζε τον Νικ και στην αυτοβιογραφία του έγραψε ότι ο Νικ του εξήγησε ότι κερδίζει όχι απλά ποντάροντας αλλά γνωρίζοντας και τις πιθανότητες του παιχνιδιού. Ποντάριζε επίσης αντίθετα σε άλλους παίκτες που είχαν προκαταλήψεις για το αποτέλεσμα, όπως και ποντάριζε και στην επιρροή που είχε η φήμη του προς τους άλλους παίκτες.