Το μεγαλύτερο επίτευγμα της συναλλακτικής δραστηριότητας του Νικ, χωρίς καμία αμφιβολία, ήταν ότι ποτέ δεν απέτυχε να ξεπληρώσει ένα χρέος. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που εκλαμβάνεται ως ο κορυφαίος των μεγαλοτζογαδόρων. Πιο σημαντικό από ένα απλό χρέος, είναι το χρέος που ονομάζεται principal (το πρωτεύον). To principal πρέπει να πληρωθεί μία συγκεκριμένη ώρα σε μία συγκεκριμένη ημερομηνία, καμία δικαιολογία – και του θανάτου είναι μικρή – δεν γίνεται δεκτή .
Εφόσον ο Νικ έζησε τόσα χρόνια, βγαίνει το συμπέρασμα ότι πάντα ξεπλήρωνε τα principals. Το 1953 πάντως το αφάνταστο παρά λίγο να συμβεί. Στο τέλος μιας μακριάς σειράς από χασούρες, όταν και φαλίρισε, ο Νικ απόκτησε ένα χρέος 5.000 δολαρίων. Αυτό ήταν την Τρίτη. Υποσχέθηκε να ξεπληρώσει τα χρήματα την επόμενη Πέμπτη στις 6 η ώρα το απόγευμα. Τότε ήρθε σε επαφή με έναν φίλο του που του χρωστούσε 28.000 δολάρια. Ο φίλος του, του υποσχέθηκε ότι θα του έδινε τα χρήματα την επόμενη μέρα Τετάρτη. Αυτό ήταν.
Στις 10 το πρωί της Πέμπτης, ο Νικ θυμήθηκε ότι το principal έπρεπε να πληρωθεί σε οκτώ ώρες και ότι ο φίλος του δεν εμφανίστηκε. Τα τηλεφωνήματα απέτυχαν να τον εντοπίσουν. Τηλεφωνήματα προς άλλους που του χρωστούσαν χρήματα δεν είχαν αποτέλεσμα μιας και έπαιρνε την ίδια απάντηση, ήταν όλοι χρεοκοπημένοι. Επειδή δεν ήταν συνήθεια για τον Νικ να ζητάει δανεικά, άρχισε να σχεδιάζει το ακατόρθωτο.
Μετρώντας τα χρήματα του, βρήκε 35 δολάρια. Άδραξε αυτά τα λεφτά με σταθερότητα, προχώρησε στο Horseshoe Club του Λας Βέγκας και κάθισε στο παιχνίδι του Φάρο. Η ώρα ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι. Στο φάρο οι παίκτες μπορούν να ποντάρουν εναντίον του καζίνο σε κάθε τράβηγμα ενός φύλλου από το κουτί του ντήλερ.
Στα πρώτα χαρτιά όταν και δεν έχουν βγει αρκετά ώστε να μαντέψουν οι παίκτες ποια φύλλα απομένουν τα στοιχήματα είναι μικρά. Όταν ο ντήλερ φτάνει στα τελευταία φύλλα οι πιθανότητες οι παίκτες να μαντέψουν σωστά ανεβαίνουν απότομα, όπως και τα στοιχήματα.
Η τύχη του Νικ ήταν καλή. Παλεύοντας να φτάσει το όριο των 200 δολαρίων που έχει θέσει το καζίνο, κέρδισε 500 δολάρια, μετά χίλια και λίγο μετά 1.500. Στις τρεις η ώρα είχε 4.000 μπροστά του και του έμεναν να κερδίσει άλλα 1000.
Και τότε πέτυχε μία από τις ανεξήγητες, νεύρο-φθοροποιής περιόδους όπου η κατάσταση σταθεροποιείται, και στην οποία κερδίζει λίγα και τα ξαναχάνει, αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά, μένοντας απόλυτα στάσιμος, ενώ το μόνο που κινείται είναι το ρολόι. Στις 4 ή ώρα είχε συνολικά 3.800 δολάρια. Είχε αρχίσει να χάνει. Στις τέσσερις και μισή κατέβηκε στα 3.500. Στις πέντε η ώρα στα 3.000 δολάρια.
Σηκώθηκε και πήγε σε ένα πάγκο με πιοτά. «Είναι η δράση καλή;» τον ρώτησε ένας φίλος. «Εξαίσια » του λέει «πολύ καλή». Στις πέντε και δέκα ο Νικ είχε 2.800 μπροστά του. Στα επόμενα 25 λεπτά έχασε άλλα 250 δολάρια. Στις έξι παρά είκοσι, όταν ο ντήλερ ετοιμαζόταν να τραβήξει το τελευταίο φύλλο, ο Νικ του έκανε μία πρόταση. «Τι θα έλεγες να δεχτείς ένα στοίχημα των 2.500 δολαρίων για την κάρτα αυτή;» τον ρώτησε. Ο ντήλερ του απάντησε ότι δεν μπορούσε, λόγω κανονισμών.
Ο Νικ γύρισε και ένα την πρόταση σε ένα παίκτη που έπαιζε μεγάλα ποσά, έναν ιδιοκτήτη ράντσου που καθόταν δίπλα του. «Νομίζω ότι η τελευταία κάρτα είναι ο Παπάς καρό» του είπε ο Νικ Ο ράντσερ βυθίστηκε στην σιωπή, μετρώντας ξανά τις κάρτες που είχαν βγει. «Είμαι μέσα» είπε στον Νικ. Η τελευταία κάρτα ήταν ο παπάς καρό. Στις έξι και τέσσερα λεπτά, αφού παρέδωσε τα χρήματα για το principal, ο Νικ κοιτούσε κάτω σε ένα τυπικό με σπορ πουκάμισα, ηλιοκαμένο πλήθος του Λας Βέγκας από ένα παράθυρο ενός κεντρικού ξενοδοχείου.
«Κάλεσε την εθνική φρουρά » μουρμούρισε κοφτά. «Έχουμε εισβολή από καλλίθριξ (είδος ζώου).» Δύσθυμα σήκωσε το βλέμμα σαρώνοντας την ξεροψημένη άνυδρη έρημο και τα κόκκινα σιδερένια βουνά που περικύκλωναν την πόλη. Για χιλιοστή φορά ρώτησε τον εαυτό του πως ένας άνθρωπος από την Κρήτη, ένας άνθρωπος που είδε την Αθήνα και τον Όλυμπο, έφτασε τόσο μακριά από τις ρίζες του. Για χιλιοστή φορά επέκρινε τον αρχαίο Έλληνα εφευρέτη Αρχιμήδη.
«Ο Αρχιμήδης υποστήριξε ότι με τον κατάλληλο μοχλό ο άνθρωπος θα μπορούσε να κινήσει την γη. Λελογισμένα ίσως μου είναι δυνατό, με μερικά ζάρια, ένα πάκο τράπουλες ή με μερικές αξιόπιστες πληροφορίες για τις κούρσες αλόγων, να αλλάξω τα οικονομικά πράγματα σε ολόκληρους τομείς της χώρας.».
Δεν μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσο άλλαξε την οικονομία της χώρας αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 και μετά όλες οι βαθμίδες της κοινωνίας άρχισαν να ενστερνίζονται τον Νικ δε Γκρηκ την εποχή εκείνη. Οι συζητήσεις του θαυμάζονταν κατά μήκος του North Shore στο Long Island. Η κοσμικότητα του ήταν σε εκτίμηση στο Jacks’s Restaurant, το στέκι το οποίο συγκέντρωνε τους περίοπτους μπουκμέικερ, τα σόου γκερλς, τους σοφούς, τους πλέυμπου, τους κακοποιούς, τους μεταπράτες, τους ρεπόρτερ, τους κράχτες, και τις γυναίκες που ζούσαν από την κληρονομιά τους.
Όλοι αυτοί που κάνανε το Μπροντγουαίη το ολονύχτιο σπίτι τους. Διέμενε σε μία σουίτα στο Άστορ και ποτέ δεν ξεπρόβαλλε μετά την δύση του ηλίου έξω με απογευματινά ρούχα. Ακόμη και εάν γευμάτιζε μόνος του, φορούσε ένα βραδινό σακάκι με σμόκιν και παράγγελνε σαμπάνια, την οποία έπινε καθημερινά για χρόνια. «Σπάνια γευμάτιζα μόνος μου φυσικά» λέει με χαρά ο Νικ.
«Ήμουν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να βγω έξω και να ζήσω . Για κάποιο λόγο συμπεραίνω ότι η διαβίωση λαμβάνει χώρα μόνο έξω από το δωμάτιο του καθενός. Όταν έβγαινα έξω από το δωμάτιο, τότε ένοιωθα ότι έπρεπε να βγω έξω από τον εαυτό μου για να ζήσω. Ένα παλιό διανόημα λέει: Τρέξε με, όσο αδέξιος και αν είμαι, σε ανώμαλο και τραχύ έδαφος μέχρι να μάθω καλύτερα».
Τα τραπέζια του τζόγου καταλάμβαναν περισσότερο από τον χρόνο του Νικ, από όσο θεωρούσε ότι είναι φρόνιμο. Επίσης ξόδευε χιλιάδες κάθε μήνα, και του έφευγαν χιλιάδες που τις έδινε σε διάφορους πιστούς τους «ακόλουθους», οι οποίοι τον περίμεναν έξω από πόρτες, στα λόμπυ ή οπουδήποτε αλλού μπορούσαν να έχουν επαφή μαζί του. Ξόδευε μέχρι και 125 δολάρια την ημέρα μόνο και μόνο για μην λείψουν από τον ίδιο και στους οπαδούς του τα πούρα. Νοιώθοντας την ανάγκη για ήλιο, άρχισε να συχνάζει πάλι στις κούρσες αλόγων.
Αυτή την περίοδο η παρουσία του Νικ σε οποιαδήποτε κούρσα ήταν ένα σήμα για όλους τους τακτικούς παίκτες αλόγων ώστε να μαζευτούν και να κρυφακούσουν. Για χαλάρωση, η πρακτική του Νικ ήταν να ξεκινάει με σποραδικά αναληθής φήμες για τα άλογα ανάμεσα σε αυτούς που κρυφάκουγαν. «Μία μέρα στο Μπέλμοντ» λέει ο Νικ, «έτυχε να πω σε έναν κράχτη ότι ένα άλογο του προγράμματος με τύχη 20 προς 1 ήταν πολύ πιο γρήγορο από όσο πίστευαν οι μπουκμέικερς.
Τότε ξαναπήγα στη θέση μου αφήνοντας την πληροφορία αυτή να κάνει τον γύρο της εξέδρας, όπως και έγινε. Ατυχώς, όταν η πληροφορία ξαναγύρισε σε μένα, είχε εξωραϊστεί τόσο πολύ από την φαντασία του κάθε παίκτη αλόγων που ήταν παρών, που δεν την αναγνώρισα. Το ιστόρημα ήταν τώρα ότι το άλογο με τις 20 προς 1 τύχες, είχε προπονηθεί μυστικά το προηγούμενο πρωινό κάνοντας ένα χρόνο κοντά στο ρεκόρ της απόστασης. Πάνω στον ενθουσιασμό μου απέσυρα τα λεφτά μου από το φαβορί και τα τοποθέτησα σε αυτό το μεγάλο αουτσάιντερ, που φυσικά τερμάτισε τελευταίο.Μετά από αυτό αναμορφώθηκα. Ο άντρας που δεν μπορεί να θυμηθεί τις δικές του διαδόσεις, είναι μετά βίας κάποιος με τον οποίο μπορείς να ξεκινήσεις».
Ο Νικ συνήθιζε να υποστηρίζει ότι μόνο οι μεθυσμένοι παίζουν στα άλογα. Είναι γεγονός πάντως ότι εκτός από το ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του όπου έπαιξε περί τους 10 μήνες μόνο στις κούρσες αλόγων, ο χρόνος που του απέσπασαν τα άλογα σε σύγκριση με τα χαρτιά και τα ζάρια είναι αμελητέος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 όταν ο Νικ επέστρεψε για δράση στην Νέα Υόρκη, το κέντρο προσοχής των εργένηδων ήταν τα κορίτσια με το όνομα Ziegfeld Follies.
Ο Νικ γνώριζε το όλο σούσουρο προσωπικά. Ήταν κάτι το καινούριο για τα κορίτσια. Τις πήγαινε παντού, τις βομβάρδιζε με λουλούδια και δώρα, χόρευε με αυτές σε όλα τα καλά κέντρα με το ταλέντο του Φρεντ Ασταίρ, μέχρι και που άκουγε τις συζητήσεις τους. Το πιο καταπληκτικό ήταν ότι δεν τις πίεζε για ανταπόδοση. Έκθαμβες από την στοχαστικότητά του, και τον εκλεπτυσμένο του αέρα, πολλά από τα κορίτσια τον θεωρούσαν σαν τον άντρα της παντρειάς και άρχισαν να τον καταδιώκουν με μία τρομερή εμμονή στον σκοπό τους.
Αλλά αυτά τα κυνηγητά πάντα κατέληγαν στο πουθενά. Σε μία περίπτωση ένα κορίτσι από το Σικάγο σίγουρη ότι έχει μία διαβεβαίωση για έγγαμη κατάσταση μπροστά της, ήρθε στην Νέα Υόρκη για να κλείσει την συμφωνία. Ο Νικ την πήρε από το σιδηροδρομικό σταθμό. Αγκαλιάστηκαν, συζήτησαν για το μέλλον. Ο Νικ την πήγε στο ξενοδοχείο της και την βοήθησε να ξεπακετάρει τα πράγματα της μέσα σε μεγάλη διέγερση. Καθώς βοηθούσε ένας γκρουμ εμφανίστηκε με ένα μήνυμα για αυτόν. Ήταν ένα μήνυμα της δουλειάς.
Δικαιολογούμενος για μία ώρα ή δύο, είπε ότι θα είναι πίσω το απόγευμα. Το απόγευμα αυτό έστειλε έναν φίλο του στο ξενοδοχείο της κοπέλας παρουσιάζοντας σε αυτήν και άλλες δικαιολογίες και συγγνώμες. Του ζήτησε να την βγάλει έξω για φαγητό. Την επόμενη μέρα ξαναέστειλε τον φίλο του, πληρώνοντας όλα τα έξοδα, ώστε να της δείξει την Νέα Υόρκη. Μετά από έξι μέρες, όταν τελικά τελείωσε το παιχνίδι ζαριών, πήγε στο ξενοδοχείο της κοπέλας. Η κοπέλα είχε φύγει από το ξενοδοχείο. Στην πραγματικότητα είχε παντρευτεί τον φίλο που της έστελνε ο Νικ και έμεναν ήδη μαζί στο Μπρονξ. «Ανοπομονησία!» ξεφύσησε ο Νικ διαολιζόμενος. «Η ανυπομονησία είναι η καταστροφή αυτού του κόσμου!»
Κάποτε ο Νικ δέχτηκε την πίκρα, να τον κλέψει ένας φίλος του στα χαρτιά, για ένα μεγάλο ποσό. «Ήταν από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, όχι επειδή έχασα έναν φίλο ή επειδή έχασα τα λεφτά. Αυτός που με έκλεψε, έκλεψε και τον εαυτό του, γιατί εκτός του ότι δεν είχε ανάγκη τα λεφτά, έκλεψε από τον εαυτό του την χαρά του παιχνιδιού και την ακεραιότητα του σαν χαρακτήρα. Έχασα και εγώ κάτι από τον εαυτό μου, άλλαξα την αποτίμηση του κόσμου στον οποίο ζω και την αποτίμηση για τον εαυτό μου. Ήταν δικό μου λάθος, δεν άκουσα τις φήμες που κυκλοφορούσαν για αυτόν και συνέχισα το παιχνίδι μη θέλοντας να πιστέψω το οφθαλμοφανές, βρίσκοντας κάποιες δικαιολογίες για να συνεχίσω.
Αυτός που αφήνει να τον κλέβουν, είναι το ίδιο ένοχος με τον κλέφτη, δεν διαφέρει σε τίποτα. Στο πόκερ αλλά και σε όλα τα παιχνίδια πρέπει να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Εάν σε ρωτήσουν πως τα πας, θα βρεις μία δικαιολογία για να πεις ψέματα. Θα είσαι χαμένος, αλλά θα πεις ότι δεν τα πας και άσχημα. Ξαναρωτά τον εαυτό σου και βρες την απάντηση. Δεν τα πας καλά, είσαι χαμένος και δεν ξέρεις αν φταίνε τα κακά χαρτιά που παίρνεις, ή εάν υπάρχουν κάποια πράγματα στο παιχνίδι που δεν καταλαβαίνεις. Το δεύτερο είναι το σωστό.
Τώρα μπορείς να ξεκινήσεις να ψάξεις τι είναι αυτό που δεν ξέρεις και δεν καταλαβαίνεις. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι το πόκερ είναι ένα παιχνίδι ικανοτήτων, και λιγότερο ένα παιχνίδι τύχης. Όσο μεγάλες και είναι οι περίοδοι που πιάνεις κακά φύλλα, στην συνολική σου σταδιοδρομία θα πιάσεις τα ίδια φύλλα που θα πιάσουν και υπόλοιποι παίκτες σε αυτό το διάστημα. Η διαφορά βρίσκεται στο πόσο καλά ή πόσο άσχημα παίζεις, και κατά πόσο καλά ξέρεις να κοντρολάρεις τα κεφάλαιο σου στην διάρκεια μεγάλων περιόδων.
Ο πρώτος κανόνας λοιπόν είναι ότι πρέπει να έχεις υπομονή. Κανένας παίκτης στην ιστορία σε οποιοδήποτε παιχνίδι δεν έχει βρεθεί στην θέση να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο σερί στο οποίο τα χαρτιά ή τα ζάρια ή οτιδήποτε άλλο δεν του πήγαιναν. Φυσικά οι περίοδοι ατυχίας και τύχης δεν μπορούν να προβλεφθούν, αλλά λειτουργούν σε κύκλους. Έτσι λοιπόν ο έξυπνος παίκτης όταν καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε μία άτυχη περίοδο, απλώς χαλαρώνει. Κρατάει τα στοιχήματα του χαμηλά. Παίζει σφιχτό παιχνίδι, αρνούμενος να κάνει μπλόφες, και μένει έξω από μεγάλα ποτ, εκτός εάν τα φύλλα του είναι τέτοια που του δίνουν κάτι πολύ παραπάνω από ίσες τύχες να κερδίσει.
Πάντα θα υπάρχει και ένα επόμενο χέρι, η κάποιο άλλο παιχνίδι. Η τύχη σου θα αλλάξει αργά ή γρήγορα και θα αρχίσεις να παίρνεις καλά φύλλα, κερδοφόρα φύλλα, αλλά ίσως κι αν αυτό δεν γίνει σήμερα, μπορείς να βασιστείς σε αυτό. Έτσι λοιπόν εκτός και εάν είσαι τελείως ηλίθιος, θα παντρευτείς την καλή κάβα που έχεις για παιχνίδι. Κάντην να δουλέψει ώστε να κρατήσεις τα λεφτά μακριά από χέρια σου – και περίμενε. Έχε υπομονή.
Όταν τα χαρτιά επιτέλους σου χαμογελάσουν, το γεγονός ότι έχεις δείξει το πρόσωπο ενός προσεκτικού παίκτη, θα αυξήσει την δυνατότητα σου να κάνεις μία επιτυχημένη μπλόφα εάν χρειαστεί. Στο κακό σερί οι μπλόφες μπορεί να σου κερδίσουν ένα δύο ποτ όταν κρατάς άσχημο φύλλο, εάν το πιέσεις περισσότερο, κάποιοι έξυπνοι παίκτες θα είναι αναγκασμένοι να πληρώσουν μερικά χρήματα απλώς και μόνο για να δουν τι κρατάς στα αλήθεια, και αυτό μπορεί να σου είναι ακριβό. Έτσι λοιπόν περίμενε. Και μετά περίμενε λίγο ακόμα, έως ότου δεις μια καμπή στον δρόμο.
Συνέχιζε να πετάς τα φύλλα σου, και μην κάνεις το λάθος να υποπέσεις στον πειρασμό, ρίχνοντας μερικά τσιπς σε ποτς που θα πας πάσο, μόνο και μόνο για μην σου πέσει το ηθικό. Μην βάζεις ποτέ καλά λεφτά σε χαμένα φύλλα. Θα χρειαστείς αυτά τα τσιπς αργότερα, όταν θα χτυπάς σκληρά τα καλά σου χέρια. Και όταν τα καλά χέρια επιτέλους εμφανιστούν, ποντάρισε τα δυνατά. Εάν κάποιος από τους αντιπάλους σου δει αυτές σου τις ενέργειες σαν κινήσεις απελπισίας, τότε ακόμα καλύτερα. Θα σε ακολουθήσουν και θα αυξήσουν το στοίχημα σε βαθμό τέτοιο ώστε θα έχεις την ευκαιρία να ξανακερδίσεις τα χαμένα σε πολύ μικρό χρόνο.
Η τέχνη του πόκερ δεν είναι τίποτα άλλο από μία πολιτισμένη εκδοχή ανταρτοπόλεμου, που εξαρτάται από τον αιφνιδιασμό και την ενέδρα ώστε να γίνει αποτελεσματικός. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να εστιάσει την δραστηριότητα του σε μία παγίδα, εάν πετάει τα όπλα του σε μία σειρά από δράσεις οπισθοφυλακής.
Επίσης εάν δεν έχεις ένα φύλλο με το οποίο μπορείς να παλέψεις πέταξε το. Αυτό μοιάζει φυσικά με τα προηγούμενα αλλά δεν είναι το ίδιο. Αυτό το κάνεις όταν πέφτεις σε ένα σερί κακών φύλλων ή τύχης που κρατάει μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπάρχει όμως και η δεύτερη περίπτωση στην οποία έχεις ένα σερί με καλά φύλλα ή τουλάχιστον πιάνεις ένα καλό φύλλο στα τρία. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο κομμάτι του παιχνιδιού για τον μέσο παίκτη.
Ή για σχεδόν τον κάθε παίκτη όσον αφορά το παρακάτω παιχνίδι τουλάχιστον. Μία από τις πιο οδυνηρές αναμνήσεις μου ήταν όταν μία νύχτα έπαιζα draw poker εναντίον του Reggie Vanderbilt και άλλων στο Saratoga. Κέρδιζα μερικές χιλιάδες και αποφάσισα ότι ήταν ή ώρα να δώσω μία ελαφριά ώθηση στην δράση. Έτσι ανεβάσαμε την άντε στα 500 δολάρια. Στο αμέσως επόμενο χέρι βρέθηκα με έναν άσσο και τέσσερα άσχετα φύλλα. Ο Vanderbilt από την άλλη, φαινόταν να είναι αρκετά ευχαριστημένος από τα δικά του φύλλα. Άνοιξε με 1,000 δολάρια και μέχρι να φτάσει η σειρά μου τα επιπλέον πονταρίσματα από τους άλλες παίκτες ανέβασαν την τιμή που έπρεπε να πληρώσω για να αλλάξω τα χαρτιά μου στα 1.600 δολάρια.
Είχα μια παραπάνω σιγουριά από ότι έπρεπε λόγω της καλής μου τύχης μέχρι τώρα και αγνόησα τον κανόνα που λέει “όταν το έχει κάποιος και εγώ πρέπει να φτάσω να το έχω” (στο παιχνίδι αυτό μπορεί να ανοίξει κάποιος με βαλέδες και πάνω, άρα ο Vanderbilt το είχε και ο Νικ όχι, φυσικά και οι άλλοι παίκτες ίσως να είχαν κάτι καλό). Πλήρωσα τα λεφτά, τράβηξα τέσσερις κάρτες… και παρέμεινα άδειος από φύλλο.
Αυτό ήταν η αρχή του τέλους για την κάβα μου. Μετά από αυτό φαινόταν πράγματι σαν μην μπορούσα να κερδίσω ποτ, και όλοι στο τραπέζι φάνηκαν να το ξέρουν. Το χειρότερο κομμάτι ήταν ότι… ήξερα πως μπορούσα καλύτερα. Και ήξερα, ήξερα καλύτερα και έτσι την υπόλοιπη νύχτα, αυτό που έκανα νομίζω ήταν να τιμωρώ τον εαυτό μου γιαυτό το λάθος. Και φυσικά αυτό είναι το χειρότερο σφάλμα από όλα.
Ένας από τους λόγους που το πόκερ είναι τόσο δημοφιλές είναι επειδή προσφέρει λίγο έως πολύ συνεχόμενη δράση και αυτό είναι που θέλουν οι περισσότεροι παίκτες. Εάν επιτρέψεις στην δράση να κυλάει χωρίς να τσεκάρεται από την κρίση και την νόηση, αυτή η επιθυμία μπορεί να οδηγήσει τον παίκτη να χάσει όλη την αίσθηση του μέτρου.. Όταν συμβεί αυτό, τότε έχει απλά χάσει το παιχνίδι, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλες στοίβες από τσιπς έχει μπροστά του εκείνη την στιγμή. Ένα από τα καλύτερα τεστ για την κρίση ενός παίκτη ενώ βρίσκεται σε δράση, είναι όταν κρατεί καλά χαρτιά για ένα σημαντικό διάστημα και ξαφνικά εμπλέκεται με ένα χέρι το οποίο μοιάζει να έχει βγει από τα σκουπίδια.
Εάν έχει την αυτοκυριαρχία να το πετάξει, τότε είναι από τους νικητές. Εάν όχι τότε από τους χαμένους. ( Τα σημερινά παιχνίδια δεν είναι σαν τα παλιά π.χ. στο NL HOLDEM εάν πιάνεις για πολλές γύρες καλό φύλλο, ίσως να μην χρειάζεται πολύ σκέψη να πετάξεις το 2-7).
Η εξαίρεση είναι όταν ο παίκτης αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα κακό χέρι για να μπλοφάρει. Τότε στο παιχνίδι του αλλάζουν τα πράγματα γιατί η ικανότητα του να μπλοφάρεις είναι μία βασική απαίτηση για έναν επιτυχημένο παίκτη. Για να το κάνεις αυτό σωστά, ένας γενικός κανόνας είναι να μπλοφάρεις μία ή δύο φορές στο διάστημα που κρατάει ένα παιχνίδι.
Τελικά όμως ο βαθμός ικανότητας του παίκτη να κρίνει την νόηση και τον χαρακτήρα είναι αυτός που πρέπει να υπαγορεύει την συχνότητα και το θάρρος στην μπλόφα. Ένας παίκτης που προμελετημένα παγιώνει μία φήμη σαν μπλοφέρ -που π.χ στο draw poker δεν αλλάζει κανένα φύλλο περισσότερες φορές από τις ευλογοφανείς — μπορεί να τουμπάρει έναν όχι τόσο έξυπνο αντίπαλο να πληρώσει να δει ένα ή και παραπάνω από αυτά τα χέρια που δεν άλλαξε καμία κάρτα. Εάν εκτιμήσει το χαρακτήρα του αντιπάλου σωστά τότε θα σταματήσει να μπλοφάρει ακριβώς πριν την στιγμή που θα περάσει μία τέτοια ιδέα από το κεφάλι του άλλου παίκτη.
Και θα καταλήξει να έχει ένα καλό μερίδιο από τα λεφτά του άλλου. Από την άλλη εάν έχεις να κάνεις με έναν πραγματικά έξυπνο και με βάθος γνώση παίκτη τότε πρέπει να ποικίλλεις αυτή την γραμμή της ψυχολογικής επίθεσης και να κρατάς πάντα ένα πολύ καλό χέρι για ποντάρισμα όταν αυτός ακολουθήσει για το όριο. Ένας έξυπνος παίκτης θα πληρώσει τουλάχιστον μία φορά για να δει τι κρατάει ο αντίπαλος, την πρώτη και ίσως την δεύτερη και τρίτη φορά που θα συμβεί αυτό. Μπορεί να την γλυτώσεις με την μπλόφα μία φορά, και όμως από την τέταρτη φορά και μετά επέστρεψε πάλι στο να ποντάρεις σε καλά χέρια ώστε να φέρεις τον έξυπνο παίκτη εκεί που θέλεις για ένα ακόμη κερδισμένο ποτ.
Το ουσιώδες είναι ότι πρέπει να γνωρίζεις τον αντίπαλο. Μέχρι να τον μάθεις κάνε αυτό που πρέπει με το κακό σου φύλλο όταν αυτό έρχεται μετά από ένα σερί καλών φύλλων — πέταξε το. Και να θυμάσαι, έχεις την δυνατότητα να περιμένεις- ειδικά όταν η πλειοψηφία των φύλλων έρχεται με το μέρος σου.
Πρέπει πάντοτε να βλέπεις ένα γνωστό για τις μπλόφες του παίκτη όταν κρατάς ένα φύλλο καλύτερο από το μέσο όρο. Αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι για πάρα πολλούς ανθρώπους ή μπλόφα – όπως το ποτό και το κάπνισμα – μπορεί να γίνει μία κακή συνήθεια, ακόμα και σοβαρής φύσεως. Ο παίκτης που έχει έξη με τις μπλόφες είναι συνήθως ένας μισό-ερασιτέχνης που στο ξεκίνημα της καριέρας του κέρδισε μερικά ποτ μπλοφάροντας και από τότε κάνει το λάθος να νομίζει ότι είναι μία συμπαντική πανάκεια. Δεν μπορεί να απεμπλακεί από την ιδέα ότι μπορεί να το κάνει να δουλέψει αυτό έτσι καλά συνεχώς και συνεχώς και για πάντα.
Ενώ η μπλόφα είναι μία τέλεια και κλασσική μανούβρα, και πρέπει να είναι ενσωματωμένη στο οπλοστάσιο κάθε καλού παίκτη, δεν υπάρχει ποτέ μία και μόνο γραμμή συμπεριφοράς που θα εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις». Ο γενικός κανόνας του Νικ ήταν να μην επιχειρεί ποτέ την πρώτη του μπλόφα έως ότου θα έχει μια καλή δυνατότητα να εκτιμήσει τους χαρακτήρες όλων των παικτών του παιχνιδιού. Τότε ο εθισμένος στην συνήθεια να μπλοφάρει παίκτης γίνεται ο πρώτος του στόχος.
«Πρέπει να απομονώσεις έναν τέτοιο παίκτη παίζοντας τον ένας εναντίον ενός θα προσπαθήσεις να παίξεις τα ρέστα, εκεί θα φανούν τα κότσια του αντιπάλου. Εννιά στις δέκα φορές ο μπλοφέρ θα συνεχίσει να κάνει raise μέχρι όλο του κεφάλαιο να είναι στο κέντρο του τραπεζιού. Εννιά στις δέκα δεν θα έχει τίποτα όταν τον δεις, και απλά θα ελπίζει μόνο να σε διώξει από το κόλπο. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις ένα παθιασμένο μπλοφέρ. Αυτός θα κερδίσει μερικά εύκολα ποτ, αλλά θα χάνει πάντα περισσότερα από ότι θα κερδίζει. Είναι καλύτερα να του παίρνεις τα λεφτά εσύ από ότι οι άλλοι.
Το πόκερ είναι βασικά ένα παιχνίδι ικανοτήτων και μαθηματικής συλλογιστικής, όπου ο επιδέξιος χειρισμός των μεταβλητών είναι ένα στοιχείο που κάνει την διαφορά μεταξύ κερδισμένων και χαμένων. Αυτός ο οποίος βασίζεται μόνο στην ενορατικότητά του θα αρχίσει να ζητά πιο γρήγορη δράση, και θα καταλήξει να παίζει ένα άγριο παιχνίδι, ώστε θα αφαιρέσει την προβλεπτικότητα και έτσι την γνώση του παιχνιδιού από το στάνταρτ παιχνίδι του καλού παίκτη. Είναι χαμένος κόπος να προσπαθήσεις να τους μάθεις να παίζουν .
Θα δυσκολευτούν πολύ ή δεν θα μπορέσουν καθόλου να παίξουν ορθά. Με αυτούς το παιχνίδι παύει να είναι πόκερ και γίνεται καρναβάλι. Θα μεγαλώσει η περιέργεια τους για το τι κρατάς και δεν θα μπορέσεις να τους πετάξεις έξω από κανένα κόλπο. Θα κερδίζουν βέβαια που και που κάποιο μεγάλο ποτ, αλλά θα χάνουν πολύ πιο συχνά.
Όταν δεν έχεις το κατάλληλο κεφάλαιο μην μπλέκεις σε παιχνίδια όπου είσαι με αρκετά λιγότερα χρήματα και δεν έχεις την πολυτέλεια να αντέξεις την χασούρα. Εάν χάσεις θα ζητήσεις απελπισμένος δανεικά και έτσι ίσως να χάσεις κάποιους φίλους, αλλά ακόμα χειρότερα την αυτοεκτίμησή σου. Θα είσαι ήδη χαμένος πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι, τουλάχιστον ψυχολογικά.
Ο φόβος της ήττας θα παραμορφώσει το παιχνίδι σου, και ακόμα και ένας καλός παίκτης θα παίξει ένα κακό παιχνίδι κάτω από τέτοιες συνθήκες. Θα κάνει πάσο φύλλα που κερδίζουν και θα δοκιμάσει να παίξει αυτά που χάνουν.
Αυτός που θα έχει τα περισσότερα λεφτά από την αρχή θα έχει καλύτερες τύχες να ξεπεράσει τα όποια αρνητικά σερί του παρουσιαστούν και να βγει νικητής όταν μετρηθούν τα χρήματα στο τέλος. Φυσικά ο στόχος του παιχνιδιού είναι ή νίκη, αλλά έχει μεγάλη σημασία το πώς φτάνεις σε αυτήν. Ποτέ μην μπεις στον πειρασμό να κλέψεις. Δεν κερδίζεις με αυτόν τον τρόπο».