«Κάποια χρονιά που είχε νεκρώσει για ένα διάστημα η δράση αποφάσισα να ξαναπάω στην Ευρώπη μαζί με τον Χάρρυ Μάβροκ (Μαυροκορδάτος). Του τηλεφώνησα από το Σικάγο, ενώ αυτός ήταν ακόμη στην Νέα Υόρκη. Ο Χάρρυ μου εξήγησε ντροπαλά ότι εάν έφευγε θα άφηνε τα οικονομικά του συμφέροντα στα χέρια των αντιπάλων. Έτσι έφυγα μόνος με το πλοίο He de France για να δω τι είχε να μου προσφέρει το Μονακό.
Η τύχη μου πάντως δεν είχε καμία σχέση με τα συνηθισμένα μου στάνταρντ και ήμουν έτοιμος για επιστροφή στην Αμερική με ένα σημαντικά περιορισμένο από χρήματα πορτοφόλι, όταν άκουσα μία ενδιαφέρουσα πληροφορία από το γαλλικό κέντρο στοιχημάτων στο Deauville.»
Ο Andre Citroen, ο κατασκευαστής αυτοκινήτων, έχασε 13.000.000 φράγκα στο Μπακαρά, παίζοντας εναντίον της μπάνκας την οποία κρατούσε το ελληνικό συνδικάτο, που την εποχή εκείνη είχε επικεφαλής τον Νίκο Ζωγράφο. Αυτή η χασούρα των 500.000 δολ. ανάγκασε τον Σιτροέν να αναθέσει το μάνατζμεντ της εταιρίας του σε έναν όμιλο Γάλλων επιχειρηματιών για ένα προσωρινό διάστημα τουλάχιστον. Επέστρεψε όμως στο Deauville με φρέσκο χρήμα αναζητώντας πάλι δράση. Ο Νικ αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα.
«Σκέφτηκα ότι ο Σιτροέν και εγώ αποκλείεται να συνεχίζαμε να χάνουμε. Εάν παίζαμε μία μονομαχία μαζί, ή ο ένας ή ο άλλος θα κέρδιζε και θα επέστρεφε πάλι δυνατά στο παιχνίδι.»
Στο Deauville το καζίνο απολάμβανε μία θαυμάσια χρονιά. Οι αδελφές Ντόλλυ (γεννημένες ως Janzieska και Roszieska Deutsch ) παρουσιάζονταν λίγο ως πολύ μόνιμες συνοδοί στο καζίνο του Βρετανού μεγαλέμπορου και μεγιστάνα Gordon Selfridge, κάτι που θα συνέχιζαν να απολαμβάνουν μέχρι την διάλυση της οικονομικής αυτοκρατορίας του μεγαλοεπιχειρηματία το 1935. Οι βραδινές τους εξορμήσεις τους έφερναν να παίζουν δίπλα στον Αγά-Χάν που θεωρούνταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο (0 Howard Hughes και ο J. Paul Getty ήταν ακόμη σχετικά άγνωστοι ) μιας και ο βαρόνος Henry de Rothshild δεν φαινόταν πουθενά , ούτε καν σε φιλανθρωπικές δωρεές πλέον.
Ένας συχνός παρατηρητής, αλλά μόνο περιστασιακά συμμετέχων ήταν ο Ignace Jan Paderewski , βιρτουόζος του πιάνου και κάποτε πρωθυπουργός της Πολωνίας. «Λατρεύω να παίζω αλλά έχω άλλα σχέδια για τα χρήματα», έλεγε ο Πολωνός (όλα του τα κονσέρτα γίνονταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς υπέρ των παιδιών και των σακατεμένων του πολέμου).
Στο δεύτερο απόγευμα μετά την άφιξη του (ο Σιτροέν ήταν εκτός πόλης για δουλειές) , Ο Νικ παρατηρούσε σιωπηλά χωρίς να φαίνεται η έκφραση του καθώς ο καπνός του πούρου του κάλυπτε συνεχώς το πρόσωπο του. Είδε λοιπόν την μεγαλύτερη από τις αδελφές Ντόλλυ να ικετεύει τον Σέλφριτζ για επιπλέον χρήματα ώστε να παίξει στην ρουλέτα. Ο Σέλφριτζ δίστασε λέγοντας της ότι έχασε ήδη 10.000 δολ. και η τύχη της πολύ δύσκολα θα άλλαζε. Η γυναίκα όμως επέμενε οπότε ο Σέλφριτζ της έδωσε 1000 δολ. με μία προϋπόθεση.
«Παίζεις πολλά στοιχήματα της είπε, αυτό δίνει το πλεονέκτημα στο καζίνο να σε γονατίσει με τα ποσοστά που παίρνει σε κάθε μπίλια. Έτσι αυτή την φορά πρέπει να τα παίξεις όλα σε ένα νούμερο, και μετά να σταματήσεις είτε χάσεις είτε κερδίσεις», της είπε.
Ανέκφραστη η πρώην τραγουδίστρια γύρισε στο τραπέζι αλλά κοιτούσε την ρουλέτα μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο νούμερο έπρεπε να ποντάρει. Ο Αγά Χαν ένας αδιόρθωτος παίκτης του ενστίκτου ήρθε κοντά της για να την σώσει. «Δοκίμασε την ηλικία σου χρυσή μου» της λέει. «Αυτό είναι πάντα μία καλή ιδέα όταν παίζεις το τελευταίο σου στοίχημα για το βράδυ». Η καλλιτέχνης σκέφτηκε για ένα λεπτό και συμφώνησε. «Ευχαριστώ στρουμπουλιάρη» του λέει και χαμογέλασε πλατιά προσπαθώντας να ποντάρει με το χέρι της στα μεγάλα νούμερα στην άκρη του τραπεζιού, αλλά σταμάτησε στα μεσαία.
Με μία γρήγορη ματιά στους άλλους παίκτες για να δει αν κατάλαβαν την πρόθεση της να παίξει μεγάλο νούμερο έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι της προς τα πίσω και ποντάρισε το 25. «Αυτό ήταν» είπε ,»αυτή είναι η ηλικία μου, ας δούμε τώρα επιτέλους λίγη δράση». Ο κρουπιέρης γύρισε την μπίλια με το συνηθισμένο του τέμπο και αυτή μέσα σε μία γενική αγωνία έκατσε στο νούμερο 35. «Να πάρει η ευχή», βροντοφώναξε η πρώην Μις Γερμανία και μετά λιποθύμησε. Αυτή η ιστορία ,διανθισμένη και φουσκωμένη, την διηγιόντουσαν συνεχώς για χρόνια σαν συνοδευτικό ενός ειρωνικού γέλιου. Αλλά εκείνη την νύχτα στο καζίνο υπήρχαν δύο που δεν γέλασαν.
Ο ένας ήταν ο Πολωνός που ευγενικά πρόσφερε την βοήθεια του ώστε η κοπέλα να μην βρεθεί στο πάτωμα. Ο άλλος ήταν ο Νικ που βοήθησε τον Πολωνό πιανίστα να την μεταφέρουν σε έναν καναπέ. «Η ηλικία μιας γυναίκας» , της είπε ο Νικ, καθώς τις έτριβε τα χέρια για να επαναφέρει την κυκλοφορία του αίματος, «είναι πάντα αυτή που λέγεται ότι είναι, ακόμη και σε ένα στέκι τυχερών παιχνιδιών». Ο Πολωνός έγνεψε συγκαταβατικά σαν να συμφωνούσε.
Πέρασε μία εβδομάδα μέχρι να επιστρέψει από το Παρίσι στον χώρο του τζόγου ο Σιτροέν αλλά εντωμεταξύ ο Νικ είχε καταφέρει να συγκρατήσει την ανυπόμονη φύση του. Έπαιζε άτονα , χάνοντας και κερδίζοντας μικρά ποσά στην ρουλέτα και το Μπακαρά. Σε ένα δευτερεύουσας σημασίας παιχνίδι πόκερ έχασε μερικά ακόμα εκατοδόλαρα πείθοντας τον ότι η κακοτυχία του συνεχιζόταν. Ήταν σχεδόν έτοιμος να παρατήσει την αναμονή του και να κλείσει εισιτήριο για Νέα Υόρκη όταν εμφανίστηκε τελικά ο Σιτροέν.
Ο αυτοκινητοβιομήχανος πληροφορήθηκε το ενδιαφέρον του Νικ (τα κουτσομπολιά για τον τζόγο ταξίδευαν με την ίδια ταχύτητα όπως ο τηλέγραφος εκείνα τα χρόνια),και τον κατέλαβε η ραδιουργία. Άλλωστε το καζίνο είχε αρκετά από τα χρήματα του.
«Ίσως ένα ιδιαίτερο παιχνίδι? Μόνο με εμάς τους δύο;» ρώτησε τον Νικ στα γαλλικά ,λίγα λεπτά μόνο μετά την πρώτη τους συνάντηση. «Είναι μάλλον το καλύτερο», του απαντάει με συνετό τρόπο ο Νικ επίσης στα Γαλλικά.
«Υπάρχουν πολλά παιχνίδια με τα οποία μπορούμε να διασκεδάσουμε», λέει ο Γάλλος. «Πράγματι όπως το ιδιαίτερο γαλλικό παιχνίδι του Σεμέν ντε Φερ», λέει ο Έλληνας. «Ή το εντυπωσιακό αμερικάνικο παιχνίδι του πόκερ», απαντάει ο Γάλλος. «Ένα ζευγάρι ζάρια δεν θα ήταν και δύσκολο να βρεθούν φυσικά», λέει ο Έλληνας. «Είναι αλήθεια ,αλήθεια». Με τις λέξεις αυτές ο βιομήχανος σιώπησε για λίγο, καθώς βυθίστηκε σε βαθιές σκέψεις. «Έχω ακούσει πολλές διηγήσεις», είπε τελικά «για ένα παιχνίδι , εμ πως το λένε ? α ναι Μπλακτζακ!»
Ο Νικ ύψωσε το ματόφρυδο του. Αυτός ο Γάλλος είχε την πιο στρωτή γραμμή ενός πωλητή του δρόμου που μπορεί να πουλάει αστραπιαία οτιδήποτε στα μεγάλα σαλόνια. Δεν θυμόταν να είχε ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο ,ούτε στην Σμύρνη όπου επιβίωναν μόνο οι αετονύχηδες έμποροι. «Χμ Μπλάκτζακ» του είπε και τα χείλη σούφρωσαν προσεγγίζοντας εύλογα την απροθυμία.. «Έχω παίξει ένα τέτοιο παιχνίδι ,που μοιάζει με το δικό σας Vingt-et-Un νομίζω, αλλά μόνο με ένα τσούρμο προσκόπων. Για σπίρτα».
«Και εγώ το έχω παίξει μόνο με τις αδελφές μου του λέει ο Σιτροέν. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου οι δύο τζογαδόροι κοίταξαν ο ένας τον άλλον εκτιμώντας την κατάσταση. Αλλά τους ήταν πολύ, ακόμα και για αυτούς που υπολόγιζαν το κάθε τι πριν βρεθούν σε κάποιο μεγάλο παιχνίδι. Τελικά κοντρόλαραν προσεκτικά τις εκφράσεις τους χαμογελώντας αυτάρεσκα, βγαίνοντας έξω από το καφέ όπου είχαν βρεθεί κρατώντας ο ένας το μπράτσο του άλλου για να κατευθυνθούν στο ξενοδοχείο όπου ο Σιτροέν είχε έτοιμα το τραπέζι ,τα χαρτιά και τους σωματοφύλακες.
Το παιχνίδι ήταν μικρής διάρκειας για τα στάνταρντ του Νικ, κράτησε μόνο δύο μέρες. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο Σιτροέν ο ίδιος πρότεινε ένα μίνιμουμ ποσό πονταρίσματος των 25.000 φράγκων( 1.000 δολ.),και ήταν φανερό από την αρχή όπως και για τον Νικ, ότι είχε θέσει ένα και μοναδικό στόχο, να σπάσει τον αντίπαλο του. Ο Γάλλος φαινόταν να έχει μία λογική πιθανότητα να το πετύχει αυτό στην πρώτη ώρα του παιχνιδιού περίπου. Τα φύλλα του ήταν καλά και φαινόταν να είναι μάστορας του ιδιωτικού παιχνιδιού (που διαφέρει αρκετά από αυτό που παίζεται στο καζίνο).
Ο Νικ από την άλλη τραβούσε μία απογοητευτική αλληλουχία δύσκολων φύλλων που χρειάζονταν πραγματική δεξιοτεχνία για να παιχτούν. Κρατιόταν στο παιχνίδι όμως παρόλα αυτά μετριάζοντας τα χτυπήματα που δεχόταν η κάβα του, μπλοφάροντας τον αντίπαλο του όταν αυτός δεν αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο κάνοντας τον να κάψει το χέρι του. Και επιτέλους μετά από 30 περίπου ώρες η τύχη του άρχισε να αλλάζει. Ήταν τότε που αντιλήφθηκε την κύρια αδυναμία του αντιπάλου του. Ο Σιτροέν ήταν ένας steamer δηλαδή ένας παίκτης που δεν αποδέχεται μία σειρά ατυχών αποτελεσμάτων αυξάνοντας τα στοιχήματα του σε μία προσπάθεια να τα πάρει γρήγορα όλα τα χαμένα πίσω.
«Αυτό ήταν το πλεονέκτημα μου φίλε μου Χάρρυ. Ο Σιτροέν ήταν ένας ταλαντούχος ερασιτέχνης παίκτης, αλλά παρόλα τα καλά του ένστικτα για τα παιχνίδια με μεγάλα ποσά, του έλειπε αυτό το τελικό μικρό κάτι του προσωπικού αυτοέλεγχου που διακρίνει τον παίκτη που είναι συνεπής με τα κέρδη». Το πρόσωπο το Χάρρυ φωτίστηκε, ρίχνοντας πάλι ένα βιαστικό ζηλόφθονο βλέμμα στα 900.000δολ. που γέμιζαν την πεπαλαιωμένη βαλίτσα του Νικ.
«Και τώρα τι κάνουμε?» ρώτησε τον Νικ. «Το τελείωμα του παιχνιδιού στην Σαρατόγκα είναι ήδη χθεσινά νέα, το Παλμ Μπητς είναι ακόμα ανοικτό, αλλά από ότι ακούω δεν αξίζει τον κόπο να παίξεις εκεί.» «Τι γίνεται με το Σικάγο?» ρώτησε ο Νικ. «Ίσως ,αλλά είναι αρκετά άγριο, κάποιος πόλεμος συμμοριών μεταξύ του Καπόνε και των παιδιών του βόρειου τμήματος της πόλης». «Και εδώ στην Νέα Υόρκη?» ξαναρώτησε ο Νικ. Ο Χάρρυ σήκωσε τους ώμους, «Ακόμα κανονίζω διάφορα παιχνίδια εδώ , έρχεται ένας έρχονται όλοι» .
Η παραμονή του Νικ στην Νέα Υόρκη ήταν συντομότερη από ότι υπολόγιζε. Μόλις 4 μήνες μετά την άφιξη του από την Ευρώπη ,όλο του κεφάλαιο έκανε φτερά μέσα σε μία μέρα και μία νύχτα σε ένα σκληρό και γρήγορο παιχνίδι Στάντ Πόκερ και η προσοχή του στράφηκε δυτικά στο Σικάγο. Υπήρχε αρκετό παιχνίδι σε όλη την διαδρομή μέχρι την δυτική ακτή ,αλλά το πραγματικό παιχνίδι με τα μεγάλα ποσά παιζόταν στην ανατολική πλευρά της χώρας, όπου γκάνγκστερ και τυχοδιώχτες αναμιγνύονταν με τα αξιοσέβαστα πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας ,τουλάχιστον για τζόγο.
Η πόλη της ερήμου το Λας Βέγκας (ισπανική λέξη για το λιβάδι) ,ήταν ακόμη σαν αχνοφεγγιά στα μάτια των επενδυτών γης και ακινήτων ,και το Ρένο δεν είχε καθιερωθεί ακόμη στην συνείδηση των ανθρώπων ως ένα μέρος αλληλένδετο με τα γρήγορα διαζύγια. Σιγά σιγά όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Το 1928, ο φίλος και αντίπαλος του Νικ ο “Αρνολντ Ρόθστάιν πυροβολήθηκε σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Πάρκ Σέντραλ. Ένας ψυχρός αγώνας για επικράτηση είχε κυριαρχήσει μεταξύ των δύο αντρών τα προηγούμενα χρόνια εξαιτίας της ανάμιξης του μεγαλοεπιχειρηματία στο σκάνδαλο του μπέιζμπολ το 1919.
Όταν όμως ο Νικ έλαβε γνώση για τον τραυματισμό του συνάδελφου τζογαδόρου άφησε αμέσως την Νέα Ορλεάνη (όπου έκαμνε με κάποια επιτυχία την μπάνκα στο παιχνίδι του Φάρο) για την Νέα Υόρκη με το επόμενο τραίνο. Ήταν όμως αργά. Όταν έφτασε στο νοσοκομείο ο Ρόθστάιν δεν ήταν καθόλου σε θέση να τον αναγνωρίσει. Λίγο αργότερα πέθανε .
Ο Νικ έκλαψε σιωπηλά μην μπορώντας να δεχτεί το άσχημο τέλος του ανθρώπου με τον οποίο είχε δώσει ομηρικές μάχες τόσο στα ζάρια όσο και στα χαρτιά. Εκείνη την νύχτα ο Νικ κατέληξε σε ένα απόλυτο μεθύσι για πρώτη και ίσως τελευταία φορά μετά το Μόντρεαλ. Ο Ρόθστάιν ήταν ένας σκληρός και αδίστακτος επιχειρηματίας και τζογαδόρος αλλά στο βάθος της ψυχής του ο Νικ αναγνώρισε τον “Αρνολντ σαν σύντροφο όπως και ο Έκτορας θα αναγνώριζε τον Αχιλλέα. Για μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν από μπροστά του σαν σε κινηματογραφική ταινία όλες οι στιγμές που διασταυρώθηκαν οι ζωές τους ,στιγμές που δεν διέφεραν πολύ από ένα κοχλάζον ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
Πως μπορούσε να ξεχάσει ξέροντας ότι δεν θα ξανασυναντούσε τέτοιον αντίπαλο. Ο Ρόθστάιν ήταν ιδιοκτήτης της περίφημης λέσχης The Brook και όσο αυτή λειτουργούσε ο Νικ ήταν ένας ευπρόσδεκτος επισκέπτης. Μετά τις πρώτες του μεγάλες επιτυχίες ο Νικ αποφάσισε να τα βάλει με τους μεγαλύτερους τζογαδόρους. Διάλεξε τον Ρόθστάιν σαν στόχο του, τον θεωρούσε σαν την μεγαλύτερη του πρόκληση.
Την δεκαετία του 1910 ο Νικ δεν περνούσε απαρατήρητος , ήταν νέος και «ένας γοητευτικός ψηλός άντρας που είχε πάντα μερικές χιλιάδες δολάρια στις τσέπες του» είπε μία ηθοποιός και πρώην παρτενέρ του. Ο Νικ έκανε πολλές φορές το ταξίδι από το Σικάγο στην Νέα Υόρκη παίζοντας μονομαχίες με τον Ρόθστάιν για εξαψήφια πάντα νούμερα είτε στην λέσχη του τελευταίου είτε αλλού. Κατά κανόνα έχανε ,αλλά πάντα σηκωνόταν από το τραπέζι λέγοντας αντίο με την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρίσει.
Κρατούσε την υπόσχεση του. Το παιχνίδι που διάλεγε ήταν το αγαπημένο του ,το πόκερ. Ο Νικ μπορούσε να αποσπάσει όλα τα λεφτά που έβαζε στο τραπέζι ο Ρόθστάιν ,αυτός όμως είχε πάντα την δυνατότητα να βγάλει από τις τσέπες του μία εξίσου μεγάλη κάβα ξανά και ξανά. Ο Νικ δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια. Εάν έχανε την κάβα που έφερνε μαζί του το παιχνίδι τελείωνε για αυτόν. Ο Ρόθστάιν ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν καλύτερος παίκτης από τον Νικ ,ούτε όμως ότι ήταν πιο τυχερός όπως τον θεωρούσαν ότι είναι οι περισσότεροι τζογαδόροι.
Ακόμη και ο ίδιος ο Νικ θεωρούσε τα παιχνίδια του με τον Ρόθσταιν γρουσούζικα. «Ήταν οι πιθανότητες που κέρδιζαν τον Νικ» έλεγε ο Ρόθσταιν, «είχα απλά πολύ μεγαλύτερο κεφάλαιο από τον Νικ ώστε είχα την δυνατότητα να χάσω και να παίξω πιο πολλά πονταρίσματα από ότι ο Νικ». Ο Νικ το ήξερε αυτό. Τα ποσοστά ήταν εναντίον του αλλά ο Νικ ήταν παίχτης με έφεση στο ρίσκο, σε αντίθεση με τον Ρόθσταιν που έβλεπε τον τζόγο σαν επιχειρηματίας. Η πρόκληση ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Νικ δεν μπορούσε παρά να νοιώθει μεγάλη χαρά ,το απολάμβανε, να αντιστέκεται στις πιθανότητες, και οι πιθανότητες τον κέρδιζαν.
Μπορεί να έπαιρνε καλά φύλλα ,να ήταν σε θέση να δημιουργήσει και να κερδίζει μεγάλα ποτ, αλλά κάποτε η τύχη θα του γυρνούσε την πλάτη, θα έκαμνε το κρίσιμο λάθος και τα πολύ μεγαλύτερα χρηματικά αποθέματα του Ρόθσταιν θα τον γονάτιζαν. Ένα βράδυ του 1916 ο Νικ επισκέφθηκε την λέσχη του Ρόθσταιν. Ο Νικ είχε χάσει 250.000δολ. (κάποιοι μιλούσαν για 600.000) την προηγούμενη χρονιά από τον Ρόθσταιν και η τύχη του δεν ήταν καλύτερη στην συνάντηση τους στο Σαρατόγκα αυτήν την χρονιά. Χρειαζόταν λεφτά. Ο Ρόθσταιν σεβόταν τον Νικ και του έδωσε 25.000 δολ.
«Είναι ένα δάνειο που πρέπει να ξεπληρωθεί αλλιώς να σε βοηθήσει ο Θεός» του διεμήνυσε ο Άρνολντ, δίνοντάς του όμως μία συμβουλή. «Στοιχημάτισε τα όλα στην ομάδα του μπέιζμπολ Reds». Μία συμβουλή από τον άνθρωπο που κατηγορήθηκε ότι έστησε το πρωτάθλημα του Μπέιζμπολ το 1919. Την δεκαετία του 1920 όταν ο Νικόλαος Δάνδολος έγινε γνωστός ως Nick The Greek, θεωρούνταν ως ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να κερδίσει κατά εξακολούθηση τον Άρνολντ Ρόθσταιν.
Σε αυτά τα χρόνια παίχθηκαν τα διασημότερα παιχνίδια μεταξύ των δύο. Ένα από αυτά ήταν ένα μαραθώνιο παιχνίδι με ζάρια που κράτησε 12 μέρες, το οποίο θεωρείται ακόμη ως ένα από τα μεγαλύτερα όλων των εποχών. Το παιχνίδι κανόνισε ο γνωστός φίλος και πρώην υπάλληλος και προστατευόμενος του Νικ ο Χάρρυ Μάβροκ σε ένα πολυτελές με ανέσεις και εξυπηρέτηση ξενοδοχείου διαμέρισμα της 54ης οδού στη Νέας Υόρκης. Το μέρος ήταν ραμμένο και κομμένο για τέτοιου είδους εκδηλώσεις ώστε ο γνωστός για τα μικρά του διηγήματα συγγραφέας Damon Ranyon το χαρακτήρισε αργότερα ως την πιο παλιά εγκατεστημένη επιχείρηση που πρόσφερε παιχνίδια με ζάρια σε μόνιμη βάση.
Την βραδιά όμως που άρχισε το παιχνίδι ο Χάρρυ ανέστειλε την συνηθισμένη λειτουργία της λέσχης ώστε να διεξαχθεί ένα και μόνο παιχνίδι, εξυπηρετώντας μόνο τρεις παίκτες τον Νικ , τον Sam Rossof και τον Άρνολντ Ρόθσταιν, επιτρέποντας επίσης σε ευυπόληπτα άτομα να στοιχηματίζουν υπέρ του ενός παίκτη ή του άλλου ,τα λεγόμενα prop ή side bets .
Φυσικά ο καθένας από αυτούς μπορούσε να συμμετάσχει ενεργά στο παιγνίδι, και φυσικά το επιχείρησαν λίγο ή πολύ. Ήταν η χρονιά του 1925 και ο Νικ είχε μόλις γυρίσει από το Σαν Φρανσίσκο όπου μετά από έξι μήνες συνεχούς παιχνιδιού πόκερ κέρδισε 1,1 εκ. δολάρια. Μαζί με το αρχικό του κεφάλαιο ο Νικ είχε στην βαλίτσα του 1,6 εκ. δολάρια.
Τα νέα για την άφιξη του Νικ μεταδόθηκαν αστραπιαία , όπως επίσης και τα μεγάλα του κέρδη στο Σαν Φρανσίσκο. Με έκπληξη του, είδε μια ομάδα προσωπικοτήτων να τον καλωσορίζει για να τον συγχαρεί. Αποτελούνταν από τον Άρνολντ Ρόθσταιν —τον φημισμένο τζογαδόρο- το Σαμ Ρόσοφ -από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες της πόλης-,τον Joe Starr ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που κινούσε τα νήματα από το παρασκήνιο στο Tammany Hall (πολιτική μηχανή του Δημοκρατικού Κόμματος που ήλεγχε τις εξελίξεις στην πολιτική ζωή της Νέας Υόρκης, προωθώντας παράλληλα στην πολιτική μετανάστες από την Ιρλανδία, από το 1790 έως το 1960) ,τον μεταπράτη της Γουώλ Στρητ Leo Kaplis ,ένα γνωστό μπουκμέηκερ και τζογαδόρο από το Νιού Τζέρσευ, και άλλους.
«Μπορούσες να δεις σχεδόν δάκρυα στα μάτια τους, τόσο χαρούμενοι ήταν που με έβλεπαν πάλι πίσω . Κανείς όμως δεν ανέφερε για ένα παιχνίδι με ζάρια για τουλάχιστον μία ώρα ,φυσικά για λόγους λεπτότητας». Δεκαπέντε λεπτά μετά το πέρας της πρώτης ώρας το παιχνίδι βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι δύο του κύριοι αντίπαλοι είχαν στην κατοχή τους παρόμοιο ποσό με αυτό του Νικ. Καθώς τα ζάρια άρχισαν να κυλούν τα μεγάλα νέα έρευσαν στο Μανχάταν ,το Μπρονξ ,το Μπρούκλιν και σε κομμάτια του Τζέρσευ, σε λαχανιασμένες ομάδες οι ενοχλητικοί θεατές άρχισαν να καταφθάνουν θέλοντας να παρακολουθήσουν την δράση.
«Ξεκίνησα δυνατά ,αποδεχόμενος όλα τα στοιχήματα για οποιοδήποτε ποσό ήθελε να ποντάρει ο κάθε τζέντλεμαν, ήταν ένα παιχνίδι χωρίς όρια φυσικά. Μετά από αρκετές δεκάδες προθερμαντήρια στοιχήματα με τα ζάρια ,διαπίστωσα ότι οι υπόλοιποι παίκτες του τραπεζιού δεν χτυπούσαν ο ένας τον άλλον αλλά μόνο εμένα, ήταν μία ερεθιστική ανακάλυψη. Η δράση διακοπτόταν μόνο για φαγητό και μικρά διαλλείματα ύπνου. Επισκέφτηκα τέσσερις φορές κάποια άλλα διαμερίσματα», είπε ο Νικ.
Οι μπάτσοι δεν μπορούσαν να διαλύσουν το παιχνίδι λόγω ενός δικαστικού εγγράφου, μιας και κάποιοι από τους παριστάμενους παίκτες ήταν βαριά πολιτικά πρόσωπα, έρχονταν όμως που και που για να σιγουρευτούν ότι όλοι αισθάνονται άνετα.
«Σε κάποιο κρίσιμο σημείο πόνταρα 180.000δολ. έναντι 120.000 ότι κάποιος από τους τζέντλεμαν δεν θα έφερνε 5άρι. Δεν το έφερε. Σε ένα άλλο κρίσιμο σημείο παρατήρησα μία στοίβα από χαρτονομίσματα μπροστά από τον Σαμ Ρόσοφ. Είδα μερικά εκατοδόλαρα στην κορυφή της στοίβας και φυσικά υπέθεσα ότι μιας και ήταν περίπου 3 πόντους σε ύψος θα ήταν γύρω στα 7.000 δολ.
Πόνταρα εναντίον του Ρόσοφ όλη αυτή την στοίβα για ένα στοίχημα 6 εναντίον 5 ότι δεν θα έφερνε 6άρι. Έφερε το εξάρι. Πόσα σου χρωστάω τον ρώτησα. Ογδόντα τέσσερις χιλιάδες μου απαντάει, μετρώντας την στοίβα στην οποία είχε 10 χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων επάνω και 69 των χιλίων δολαρίων από κάτω», θυμάται ο Νικ.
Στην ενδέκατη μέρα ο Νικ άρχισε με κακοτυχία, χάνοντας γύρω στις 50.000 σε κάθε ζαριά. «Κοντά στα μεσάνυχτα της 12ης μέρας πόνταρα εναντίον 8 τζέντλεμαν για 10.000 τον καθένα και έχασα. Κατόπιν αυτού ήμουν τελειωμένος. Έχασα 1 εκατομμύριο σαράντα χιλιάδες στο τραπέζι και άλλες 560.000 σε εξωτερικά στοιχήματα με τους υπόλοιπους τζέντλεμαν. Μετά από αυτό ο Ρόθσταιν και οι υπόλοιποι δεν περίμεναν να ξανακούσουν νέα μου».
Το ποσό που έχασε ο Νικ ήταν τεράστιο και ακατάρριπτο μέχρι σήμερα για τζόγο με ζάρια, καθώς ήταν το μεγαλύτερο ποσό στο λιγότερο χρονικό διάστημα στην ιστορία του παιχνιδιού των ζαριών. Αν μετατρέψουμε το 1,6 εκ. δολάρια σε σημερινές τιμές το ποσό είναι αστρονομικό.
Ο Νικ προχώρησε προς την πόρτα της εξόδου όπου τον περίμενε κατσουφιασμένος ο Χάρρυ. « Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι φίλε Χάρρυ» του λέει. Ο Χάρρυ κινήθηκε με αβρότητα και έχωσε μία δεσμίδα εκατοδόλαρα στο πανωφόρι που θα φορούσε ο Νικ. «Πρέπει να το ξανακάνουμε κάποια φορά», του λέει ο Νικ.