Κάποιες φορές όμως, το παραπάνω concept χρησιμοποιείται με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο : κάποιος παίκτης που έχει πολύ δυνατό hand πραγματοποιεί ένα over-bet θέλοντας να πείσει τον αντίπαλό του πως προσπαθεί να μπλοφάρει. Στην τακτική αυτή αναφέρεται ο Tony Dunst, με πρόσφατο άρθρο του. Ας δούμε τα όσα γράφει :
«Δύο μεγάλα πλεονεκτήματα του να παίζεις πόκερ επαγγελματικά είναι η ευελιξία του προγράμματός σου, αλλά και το ότι είσαι αφεντικό του εαυτού σου. Παρολαυτά, όταν ξεκινάς σε ένα τουρνουά, αδυνατείς να ελέγξεις το εργασιακό σου ωράριο – ουσιαστικά δεσμεύεσαι στο να βρίσκεσαι στον χώρο του τουρνουά κατά τις ώρες διεξαγωγής του.
Κάποιες φορές στέκομαι αρκετά άτυχος, όταν πρόκειται να λάβω μέρος σε ένα τουρνουά αλλά αρρωσταίνω. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο φετινό Borgata Poker Open.
Στη Day 2 του Borgata Poker Open ήμουν πολύ άρρωστος – δεν είχα αρρωστήσει ποτέ ξανά τόσο πολύ σε τουρνουά! Κάθε δέκα λεπτά σηκωνόμουν από το τραπέζι για να φυσήξω τη μύτη μου ή για να βήξω δίχως να κολλήσω τους αντιπάλους μου. Αν και βρέθηκα σε ένα σχετικά εύκολο τραπέζι, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ όσο θα ήθελα. Αποφάσισα λοιπόν να παίξω σχετικά tight, μένοντας μακριά από δύσκολες καταστάσεις. Παρολαυτά, μόλις μια ώρα μετά την έναρξη του τουρνουά, βρέθηκα μπλεγμένος σε ένα μεγάλο pot :
Νωρίτερα, ο αντίπαλός μου βρισκόταν στο big blind και εγώ στην cutoff. Ο ίδιος είχε κάνει three-bet σε ένα από τα προηγούμενά μου raise και συνέχισε ποντάροντας στο flop, οπότε και πήγα πάσο. Στο hand που θα σας περιγράψω βρισκόταν και πάλι στο big blind με εμένα στην cutoff. Ξεκίνησα έχοντας λιγότερες από 100.000 μάρκες ενώ αυτός είχε περίπου 110.000. Τα blinds ήταν 500-1.000 και, κρατώντας έκανα raise στις 2.100 .
Το button και το small blind πήγαν πάσο. Ο αντίπαλός μου απάντησε με re-raise στις 6.400. Έκανα το call και το flop ήρθε σχεδόν ιδανικό για μένα : .
Ο αντίπαλός μου πόνταρε 7.200 και αποφάσισα να κάνω raise επειδή : 1) είχαμε μεγάλα stacks τα οποία ήθελα να τα δω να μπαίνουν στο pot, 2) Το board προσέφερε πολλά draws, επομένως θα μπορούσα να μπλοφάρω με αρκετά hands, 3) το μεταξύ μας ιστορικό θα μπορούσε να τον κάνει να σκεφτεί πως απλά προσπαθούσα να τον διώξω από το pot. Έτσι, έκανα raise στα 18.500 και έκανε call.
To turn ήταν ο δίνοντάς μου full house. Όταν ο αντίπαλός μου έκανε check, σκέφτηκα πώς θα ήθελα να παίξω το hand μου. Θα μπορούσα να κάνω check αφού το hand μου είχε βελτιωθεί και δύσκολα θα δεχόμουν suck out, αλλά ίσως αυτό να καταστούσε εξαιρετικά δύσκολο το να παίξουμε τα ρέστα μας. Σκέφτηκα επίσης ότι αφού είχε κάνει call στο raise μου στο flop, μάλλον κρατούσε ένα hand με showdown value, όπως Α-Q, K-K, A-A ή K-Q . Τότε, σκέφτηκα τον καλύτερο τρόπο να κάνω το hand μου να μοιάζει με draw.
Υπήρχαν περίπου 50.000 στο pot και κρατούσα περίπου 75.000. Σκέφτηκα ότι αφού αρκετοί παίκτες πραγματοποιούν all-in overbets με draws, ίσως θα δημιουργούσα παρόμοια εντύπωση αν έκανα το ίδιο. Η ίδια επιλογή μου άρεσε γιατί σκέφτηκα ότι θα φαινόταν απίθανο να προσπαθώ να πάρω value με ένα μεγάλο hand κατ” αυτό τον τρόπο και ο βαλές ήταν ένα μάλλον «ασφαλές» φύλλο για τον αντίπαλό μου, αφού δεν συμπλήρωνε κανένα draw και το ενδεχόμενο να κρατάω Q-J γινόταν λιγότερο πιθανό. Αποφάσισα λοιπόν να παίξω ρέστα.
Τα μάτια του αντιπάλου μου ανοιγόκλεισαν με έκπληξη… Κατόπιν, ο ίδιος άρχισε να σκέφτεται. Παρέμεινα ακίνητος, δίχως να μιλάω. Πίστεψα πως ο αντίπαλός μου κρατούσε κάποιο από τα μεγάλα λοζέ που προανέφερα και πως, τελικά, θα κάνει call.
Όντως, ο αντίπαλός μου έβαλε τις μάρκες του στο pot και μου έδειξε… ! Όχι μόνο ήταν drawing dead αλλά το γεγονός ότι κρατούσε τον σήμαινε πως δε θα μπορούσα να είχα μπλοφάρει έχοντας Ace-high flush draw.
Κάποιες φορές, λοιπόν, να θυμάστε πως το over-bet «κρύβει» πίσω του αυτό που πραγματικά αντιπροσωπεύει !»