Ήταν μόλις 24 ετών όταν το 1989 κατακτούσε το παγκόσμιο πρωτάθλημα κερδίζοντας το θρυλικό “Orient Express” (Johnny Chan) και αλλάζοντας μια για πάντα το μέλλον του πόκερ.
28 χρόνια αργότερα ο Hellmuth φιγουράρει στην κορυφή της λίστας των παικτών με τα περισσότερα bracelets (14), τέσσερα περισσότερα απ’ ότι οι Doyle Brunson, Phil Ivey και ‘Chan The Master’!
Ο ίδιος θυμάται σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά εκείνες τις στιγμές.
«Σκεφτόμουν πως ήμουν ο κορυφαίος παίκτης Texas hold“em στον κόσμο με διαφορά. Έκανα πράγματα που δεν είχαν ξανακάνει στο παρελθόν, είχα ένα διαφορετικό στιλ παιχνιδιού με μικρές μπλόφες αντί για μεγάλες. Προστάτευα το stack μου. Ήμουν έτοιμος να ρισκάρω το 10% των chips μου σε κάθε τρελό τζογαδόρο, αλλά προστάτευα πάντα το 90% και έβαζα τον εαυτό μου σε εκπληκτικές θέσεις.
Συνέχιζα να κερδίσω, υπήρχαν τότε τρία ή τέσσερα μεγάλα events. Είχα ήδη κερδίσει το Bicycle Club Main Event το 1988 και την προηγούμενη χρονιά είχε έρθει δεύτερος. Αισθανόμουν ότι γνώριζα όλους τους σπουδαίους παίκτες της εποχής κι αυτοί το ίδιο. Γνώριζα τους T.J. Cloutier, Hans ‘Tuna’ Lund, Jack Keller και Stu Ungar, αλλά αισθανόμουν πως ήμουν ο καλύτερος.»
Αν ο Johnny Chan κέρδιζε την ιστορική εκείνη heads–up αναμέτρηση του Main Event θα ήταν ο πρώτος που θα το έκανε για τρία χρόνια σερί! Αλλά ο νεαρός εκείνος παίκτης από το Madison του Wisconsin είχε διαφορετική γνώμη.
«Νομίζω πως ο Johnny είχε εκνευριστεί να παίζει small–ball πόκερ με μένα. Τέσσερα hands πριν το τελευταίο έκανα το raise με [Ad][7d] και θα θυμάμαι πάντα το re–raise του με [As][7s]. Ανέβασα στις 35.000 κι απάντησε με raise για 130.000 και πλέον. Είναι ένα τεράστιο raise, που η γενιά του σήμερα θεωρεί ότι είναι κακό – την επόμενη χρονιά θα θεωρήσουν ότι είναι καλό – αλλά παρότι πίστευα πως έχω το καλύτερο hand, πήγα πάσο. Τέσσερα ‘χέρια’ αργότερα κοίταξα στα μαύρα εννιάρια που πήρα και ανέβασα στις 35.000. Απάντησε με raise σε 130.000 παραπάνω και αμέσως ανακοίνωσα το all–in.»
Ο Chan δεν έκανε το call αμέσως, αλλά αυτή τη φορά δεν κοίταξε τον ουρανό όπως έκανε το 1988 απέναντι στον Erik Seidel μένοντας στην ιστορία.
«Καθόμουν στην καρέκλα μου και αναρωτιόμουν “Πρέπει να του μιλήσω και να τον τρομάξω;” Όσο περισσότερο πίστευα ότι δεν έχει τα πανίσχυρα hands τόσο περισσότερο δεν ήξερα τι ήθελα. Θα μπορούσα ν’ αποκλείσω το A-10, αλλά θα μπορούσε να έχει Κ-Q ή K–J και δεν ήθελα να κάνει call μ’ αυτά. Τελικά θεώρησα ότι καλύτερα ήταν να μη βγάλω μιλιά. Σκέφτηκα πως αν του μιλήσω σ’ ένα χέρι που δίνει νίκη στο Main Event μπορεί να επιστρέψει και να με κερδίσει. Είχα ήδη χάσει μερικά τουρνουά μιλώντας. Δεν έβγαλα μιλιά λοιπόν, έβαλα τ’ ακουστικά μου και περίμενα. Ευτυχώς έκανε call με .»
Ο Hellmuth ήταν φαβορί με 67%, αλλά είχε κακό feeling.
«Πίστευα ότι θα ρίξει το suck out. Τον είχα παρακολουθήσει να βρίσκεται σε δεινή θέση σε όλα τα τουρνουά κι εν τέλει να ρίχνει τα suck outs και να κερδίζει. Σκεφτόμουν από μέσα μου “Δεν πρόκειται να κερδίσω αυτό το pot.” Το flop (K–K-10) ήταν καλό, αλλά η ντάμα στο turn με τρόμαξε. Αυτό σήμαινε πως είχα τις ίδιες πιθανότητες που είχα και πριν το flop. Έλεγα τώρα θα χτυπήσει τον βαλέ και θα συμπληρώσει straight. Υπολόγιζα πόσες μάρκες θα έχει ώστε να ετοιμαστώ για το επόμενο hand.»
Αυτός ο φόβος, αυτή η νευρικότητα ότι ίσως… δεν τελείωσαν όλα ήταν ένα πρώιμο σημάδι της εμμονικής φύσης του Hellmuth. Ο λόγος που φοβόταν το suck–out δεν ήταν εξαιτίας του Chan, αλλά για την όλη κατάσταση, το περιβάλλον και την μαγεία που εξέπεμπε το σπουδαιότερο τουρνουά πόκερ.
‘Είχα να κάνει με το γεγονός πως αφορούσε το Main Event. Τελικά το river αποκάλυψε ένα εξάρι, σήκωσα τα χέρια ψηλά και ο πατέρας μου έτρεξε να με αγκαλιάσει. Ο Johnny μου είπε πως δεν έκανε το καλύτερο του παιχνίδι εκείνη τη μέρα, αλλά δεν με υποτίμησε σε καμία περίπτωση. Είχε δηλώσει νωρίτερα στο περιοδικό Esquire ότι θα κερδίσω ένα Main Event, ήξερε λοιπόν πως ερχόταν η στιγμή.’
Κανένας παίκτης μέχρι τότε δεν είχε κυριαρχήσει στο Main Event όσο ο Chan με δύο συνεχόμενους τίτλους. Ο. Hellmuth συνειδητοποιεί πως είναι κι ο ίδιος κομμάτι αυτού του ‘μεγαθήριου’ που έχει ‘κτιστεί’ στις ημέρες μας.
«Είμαι υπεύθυνος εν μέρει. Εκείνη τη χρονιά ήμουν 24 ετών, ενώ οι, Johnny Chan και Erik Seidel ήταν 28. Ήμασταν τρεις νέοι παίκτες και θεωρούμασταν από τους κορυφαίους, αλλά στο παιχνίδι τότε κυριαρχούσαν οι μεγαλύτεροι ηλικιακά παίκτες. Δεν είναι έτσι πλέον.»
Τρεις δεκαετίας μετά ο ‘Poker Brat’ δεν είναι φυσικά ο… πολλά υποσχόμενος και εξελίξιμος παίκτης, αλλά αυτός με τα περισσότερα βραχιόλια στον θεσμό.
«Υπάρχουν χρονιές που δεν παίζεις το καλύτερο σου παιχνίδι και χρονιές που το κάνεις. Υπάρχουν επίσης χρονιές που παίζεις το καλύτερο σου παιχνίδι και πιάνεις και φύλλα. Αυτές είναι οι καλύτερες. Κερδίζεις bracelets ή φτάνεις στο heads–up, όπως το 2012 που κέρδισα δύο bracelets.
Έχοντας ένα πραγματικά κακό World Series το 2016, ήμουν πεπεισμένος πως θα έχω μια σπουδαία σειρά το 2017. Πέρασα ένα βράδυ τον Φεβρουάριο μιλώντας επί 12 ώρες με τους Brandon Cantu, Mike Matusow και John “Miami” Cernuto. Ο Mike Matusow είχε μερικά εκπληκτικά αποτελέσματα έκτοτε. Συζητήσαμε αρκετά με τονMike, κυρίως για το Omaha 8 or Better, και μου δίδαξε μερικά πράγματα.
Έδωσα λοιπόν τον καλύτερο μου εαυτό και δυστυχώς δεν πήγαν τα πράγματα καλά στο Poker Players“ Championship. Ήμουν εκνευρισμένος γιατί υπήρχαν παίκτες που δεν παίζουν καν όλες τις παραλλαγές κι όμως είχαν αρκετές μάρκες. Είναι ανοησία μου που εκνευρίζομαι. Δεν θα έπρεπε να μ’ ενοχλεί, αλλά έτσι είναι το πόκερ, γεμάτο διακυμάνσεις.»
Εξακολουθεί άραγε να θεωρεί τον εαυτό του ως τον κορυφαίο παίκτη στον κόσμο;
‘Νομίζω πως για πρώτη φορά τοποθετώ τον εαυτό μου στο βάθρο της κορυφής του πόκερ μαζί με τρεις ή τέσσερις ακόμη παίκτες. Το 99% των παικτών με βάζει σ’ αυτό το βάθρο. Όταν αρχίζω να είμαι άτυχος αισθάνομαι σαν να πέφτω από αυτό. Τότε είναι που προσπαθώ να φτάσω ξανά στην κορυφή και ν’ αποδείξω σε όλους πόσο σπουδαίος παίκτης είμαι.
Θυμάμαι να βάζω όλα μου τα χρήματα νωρίς σ’ ένα τουρνουά με ρηγάδες για ένα 150-big blind pot απέναντι σ’ ένα τύπο που είχε βαλέδες και ο τύπος βρήκε βαλέ στο flop και στο river. Ήταν εκνευριστικό, αλλά χαμογέλασα και σκέφτηκα πως γι’ αυτό ακριβώς είμαι ο καλύτερος παίκτης. Γιατί ποτέ δεν θα έβαζα τόσα big blinds με βαλέδες απέναντι σε ρηγάδες.’
Ποια είναι η άποψη όμως του Hellmuth για τον Phil Ivey που δεν παίζει όπως κάποτε στα bracelet events.
«Ο Ivey είναι εκπληκτικός παίκτης. Αν κοιτάξει κανείς τον αριθμό των τουρνουά στο WSOP που έπαιξε και αυτόν που έπαιξα εγώ, παρότι έλειψε δύο χρόνια, θα δείτε ότι είναι παρόμοιοι. Είμαστε πολύ κοντά κι ίσως έχουμε παίξει 400 events ο καθένας.
Συνήθιζαν να λένε στα 90′s “Ποιος βελτιώνει τους παίκτες καλύτερα απ’ τον Phil;’ Κάθεσαι απλά στο τραπέζι του και θα σου πει όλα τα λάθη που κάνεις.»
Το 15ο bracelet δεν έχει έρθει μέχρι στιγμής για τον Hellmuth στην φετινή διοργάνωση, αλλά έχει την πεποίθηση πως με την θετική αύρα και την προσπάθεια θα καταφέρει να φτάσει και πάλι στα… υψηλά πατώματα όπως τόσες και τόσες φορές στην καριέρα του.
«Αν δεν βελτιώνεσαι σ’ αυτό το παιχνίδι τότε γυρνάς πίσω. Αν υπήρχαν πέντε χρόνια που θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό θα ήταν το διάστημα 2004 – 2009. Δεν μπορείς να παίζεις Stud 8 or Better ή Razz για ένα χρόνο και να περιμένεις να κερδίσεις. Το 2010 άρχισα ν’ αποδίδω στα mixed games καλύτερα.
Είχα πολύ καλό προαίσθημα για το 2017 World Series of Poker και δεν έχει τελειώσει ακόμη. Υπάρχει και το Main Event και δεν τα παρατάω. Αισθάνομαι πως έπαιξα αρκετά καλά για να κερδίσω ένα bracelet και προσέχοντας τα λόγια μου θα έλεγα ότι άξιζα ένα φέτος. Ήμουν ωστόσο τυχερός στο παρελθόν τυχερός κερδίζοντας δύο σε μια διοργάνωση.»