Για όποιον έχει διαβάσει, έστω και στο ελάχιστο, για τους μεγάλους παίκτες του πόκερ και τα high-stakes παιχνίδια του Las Vegas, το όνομα Andy Beal δεν είναι άγνωστο. Ο εν λόγω κύριος, τραπεζίτης στο επάγγελμα και πολυεκατομμυριούχος, ήταν ένας εκ των κύριων πρωταγωνιστών σε μια σειρά high-stakes cash games που διεξήχθησαν στο Bellagio, την περασμένη δεκαετία. Ο όρος “high-stakes” είναι μάλλον… υποτιμητικός για τις εν λόγω αναμετρήσεις, τα blinds στις οποίες φτάσανε ακόμα και εξαψήφια (!) ποσά, όπως θα δείτε στη συνέχεια.
Πηγή του άρθρου μου αυτού είναι το κορυφαίο βιβλίο του Michael Craig “Τhe professor, the banker and the suicide king” που αναφέρεται στις αναμετρήσεις του Andy Beal με κάποιους από τους γνωστότερους και καλύτερους επαγγελματίες παίκτες του πόκερ , στο Bellagio του Las Vegas. Θα σας αφηγηθώ μια μικρή από τις πολλές ιστορίες του βιβλίου, ώστε να πάρετε μια ιδέα των όσων συνέβησαν σε αυτά τα θρυλικά, πλέον, cash games.
Θα ανοίξω μια σύντομη παρένθεση για να πω πως, όσες φορές και αν τονίσω πόσο καλό είναι το βιβλίο του Craig, δεν θα είναι αρκετές. Αν αρέσκεστε σε ιστορίες γνωστών επαγγελματιών παικτών που περιγράφουν τη ζωή τους , τις κινήσεις τους και τη συμμετοχή τους σε cash games με δυσθεόρατα stakes, δεν πρέπει να χάσετε το βιβλίο αυτό. Η γλώσσα του είναι φυσικά τα Αγγλικά αλλά μην περιμένετε δύσκολες ορολογίες ή περίεργες εκφράσεις – στοιχειώδεις γνώσεις Αγγλικών αρκούν για να έχετε πλήρη εικόνα των όσων περιγράφονται στο βιβλίο!
Για να μπείτε στο “κλίμα” των αναμετρήσεων του Beal με τους επαγγελματίες, θα σας παραθέσω κάποια βασικά “στοιχεία” τους : ο Andy Beal ήταν από τους ελάχιστους -ίσως ο μοναδικός- φίλους και παίκτες του πόκερ παγκοσμίως, ο οποίος είχε την οικονομική άνεση να παίξει με τους pros (έτσι θα αναφέρομαι στους επαγγελματίες από εδώ και στο εξής, χάριν συντομίας) σε πολύ ψηλά stakes και να χάσει. Έχοντας παρελθόν ως “counter” στο ΒlackJack, αποφάσισε να στραφεί στο πόκερ – και μάλιστα, στα υψηλότερα όρια που θα μπορούσε να βρει . Οι pros του Bellagio τον δέχθηκαν με ευχαρίστηση στο τραπέζι τους (full-ring, τότε) και ο ίδιος απολάμβανε τη νέα του εμπειρία παίζοντας διάφορα παιχνίδια σε stakes που ξεκινούσαν από $1.000/$2.000 .
Ο Beal , θέλοντας να δοκιμάσει τους pros αλλά και να δώσει περισσότερο ενδιαφέρον στο παιχνίδι του, πρότεινε την αύξηση των stakes – κάτι που ,αρχικά, βρήκε σύμφωνους τους pros. Φτάνοντας στα $4.000/$8.000 , οι pros είχαν αρχίσει να παίζουν πιο σφικτά, πιο προσεκτικά, καθώς βρισκόντουσαν σε “νερά” που είχαν πολύ καιρό να δοκιμάσουν! Στον αντίποδα, ο Beal τα πήγε περίφημα : έφυγε κερδισμένος κατά $100.000 , αποχωρώντας με ενθουσιασμό και ανυπομονησία για την επόμενη επίσκεψή του στο Bellagio.
Με τον καιρό, τα full-ring τραπέζια μετατράπηκαν, μετά από προτροπή του Beal αλλά και των pros, σε heads-up αναμετρήσεις. Τα stakes, από $1.000/$2.000 έφτασαν αρχικά τα $10.000/$20.000. Οι pros έβαζαν ο καθένας τους από ένα ποσό (π.χ., $100.000) και συνθέτανε μια κάβα του 1-1.5 εκατομμυρίου δολαρίων. Στη συνέχεια, συμφωνούσαν για το ποιος θα αναλάμβανε την ευθύνη να αναμετρηθεί με τον Beal, έχοντας στο μυαλό του το βάρος των μεγάλων stakes αλλά και της επίγνωσης ότι ρισκάρει με τα χρήματα 10-15 ανθρώπων.
Δε θα σας χαλάσω την αγωνία της ανάγνωσης του βιβλίου μεταφέροντάς σας λεπτομέρειες… Θα αρκεστώ μόνο στο να σας πω ότι οι Τed Forrest, Howard Lederer, Jennifer Harman και Todd Brunson ήταν αυτοί με τις καλύτερες επιδόσεις απέναντι σε έναν Beal του οποίου η όποια “χασούρα” ήταν μικρή μπροστά στα έσοδα της τράπεζάς του.
Δείτε πώς περιγράφει η Jennifer Harman μία από τις πολλές επισκέψεις του Beal στο Βellagio :
Πάμε στην ιστορία μας.
Έτος 2004. O Beal έφτασε στο Λας Βέγκας την περίοδο του WSOP. Για την ακρίβεια, τηλεφώνησε στον Doyle Brunson, προκειμένου να οργανώσουν τα του παιχνιδιού, τη δεύτερη μέρα του $2.000 Omaha H/L Event. Όπως συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, ο Brunson δυσκολευόταν να συγκεντρώσει παίκτες για το heads-up με τον Beal, εξαιτίας της εμφάνισης του πολυεκατομμυριούχου τραπεζίτη την τελευταία, κυριολεκτικά, στιγμή πριν το παιχνίδι. Κάτι που, φυσικά, δεν ήταν τυχαίο : ο Beal δεν ήθελε με τίποτα να δώσει στους pros χρόνο για να προετοιμαστούν για το παιχνίδι.
Ο Brunson επικοινώνησε με τον Howard Lederer (παρακολουθούσε την αδερφή του, Annie Duke, στο final table του προαναφερθέντος event) αλλά και με τον γιο του, Todd Brunson ο οποίος συμμετείχε στο ίδιο final table. Επιχείρησε να βρει και τον Ted Forrest στο τηλέφωνο, όμως αυτός το είχε – παραδόξως – κλειστό. Αιτία, ένας καυγάς του τελευταίου με την κοπέλα του. Αυτός ο καυγάς του στοίχισε , εξαιτίας του κλειστού κινητού , τη συμμετοχή του στην ομάδα των επαγγελματιών που θα ένωναν τις “χρηματικές” τους δυνάμεις εναντίων του Beal. Καλώς ή κακώς; Δε θα μάθουμε ποτέ πώς θα είχε εξελιχθεί η αναμέτρηση αυτή, αν ο Forrest αντιμετώπιζε εκείνες τις μέρες τον Beal. O κανόνας όμως ήταν ξεκάθαρος : “Αν δεν φέρεις τα χρήματά σου εσύ ο ίδιος πριν το παιχνίδι, δεν θεωρείσαι μέλος του group”.
Ο Beal έφτασε στο poker room του Βellagio την προσυμφωνημένη ώρα, βρίσκοντας τον Doyle Brunson, τον Chip Reese, και άλλους pros να παίζουν χαλαρώνοντας Chinese Poker. Ο ίδιος ήρθε προετοιμασμένος να απαιτήσει stakes $100.000 / $200.000 (!) , όντας σίγουρος πως οι pros θα διαπραγματευθούν για να κατεβάσει την απαίτησή του στα $50.000 / $100.000 . Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξή του όταν ο Brunson (άτυπος “αρχηγός” του group των pros για προφανέστατους λόγους) του ανακοίνωσε πως οι pros δεν παίζουν ψηλότερα από $20.000 / $40.000 .
O ίδιος, προς στιγμή, δίστασε. Ήθελε τα stakes όσο το δυνατόν υψηλότερα, ώστε η πίεση στα χέρια του pro που θα είχε απέναντί του να ήταν όσο πιο δυσβάστακτη γίνεται. Τελικά, πήρε την απόφασή του : ανακοίνωσε ότι δε δέχεται να παίξει με τέτοια stakes, και κινήθηκε προς το ταμείο για να στείλει τα χρήματά του πίσω , στο Texas, από όπου προερχόταν και ο ίδιος.
Πλέον ήταν η σειρά των pros να προβληματιστούν. Μήπως ο Beal μπλόφαρε; Μήπως τελικά το μετάνιωνε και επέστρεφε; Εξάλλου, πού αλλού θα έβρισκε άλλο παιχνίδι με τόσο μεγάλα stakes; Ακόμα και στα stakes που ζητούσε ο ίδιος, όμως, δεν είχαν το πλεονέκτημα οι ίδιοι;; Ένα πλεονέκτημα , που ενδεχομένως να τους απέφερε εκατομμύρια μέσα σε λίγες ώρες;
Η απόφαση, τελικά, ήρθε από το στόμα του “Texas Dolly” : “OK, θα παίξουμε $50.000/$100.000”. To θέλημα του Beal είχε πραγματοποιηθεί. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, Andy Beal και Chau Giang τέθηκαν αντιμέτωποι στο μεγαλύτερο cash game παιχνίδι που είδε ποτέ το Bellagio. Στο group , βρέθηκαν pros που μέχρι τότε δεν είχαν συμμετάσχει σε άλλη “ομαδική” αναμέτρηση με αντίπαλο τον Beal όπως ο Gus Hansen, o Phil Ivey και ο Lee Salem. Οι περισσότεροι βρισκόντουσαν εκεί ήδη, παρακολουθώντας τον Giang να διαχειρίζεται τα χρήματά τους παίζοντας Limit Hold’em απέναντι στον πάμπλουτο τραπεζίτη.
Γύρω στις 10 το βράδυ, ο Beal ανακοίνωσε πως θέλει να σταματήσει για να ξεκουραστεί. Δεν ήθελε να ρισκάρει, συνεχίζοντας να παίζει όντας κουρασμένος. Η session του είχε αποφέρει κέρδη 1.3 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Giang, έχοντας ξενυχτήσει σε διάφορα WSOP Events τις προηγούμενες μέρες, ήταν εμφανώς κουρασμένος. Ο Hansen θεωρούσε πως ο Giang έπαιζε πολύ συντηρητικά, λέγοντας : “Ακόμα και η μητέρα μου θα μπορούσε να κερδίσει αυτόν τον Ciau, αν συνεχίσει να παίζει έτσι!”
Ο Hansen δεν ήταν ο μόνος που επέκρινε τον Giang για τον παιχνίδι του. Σε ένα group όπου η συμμετοχή του καθενός ήταν τουλάχιστο $500.000, ήταν αναπόφευκτες οι προστριβές. Ο Barry Greenstein, με τη σειρά του – μέλος, και αυτός, του group – επέκρινε το πλήθος των pros που στεκόντουσαν πάνω από το τραπέζι καθ” όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης. “Ασκούμε πίεση και στον Chau αλλά και στον Beal. Κανείς δεν θέλει να παίζει έχοντας άλλους πάνω από το κεφάλι τους”. Όσο εύκολο ήταν να το λες , όμως, άλλο τόσο δύσκολο ήταν να είσαι μακριά από το τραπέζι, έχοντας επενδύσει μισό εκατομμύριο δολάρια και κινδυνεύοντας να χάσεις αυτή την επένδυσή σου μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας.
Παράλληλα, ο Chip Reese καταφέρθηκε εναντίον όσων επέκριναν τον Giang. “Όποιος νομίζει ότι θέλει να φύγει , ας πάρει πίσω τα χρήματά του αφήνοντας ένα ποσό της τάξης των $100.000 ως αναλογική ζημία και ας αποχωρήσει”. Φυσικά, κανείς δεν το έκανε. Το παιχνίδι συνεχίστηκε την επόμενη μέρα το πρωί…
…Εκεί, αντίπαλος του Beal ήταν ο “Καθηγητής” (“Professor”, στον τίτλο του βιβλίου), ο Howard Lederer. H session ήταν άκρως επικερδής για τους pros: ο Lederer κέρδισε $6.3 εκατομμύρια, βάζοντας τους pros 5 εκατομμύρια μπροστά. Η ζημία των $1.3 εκατομμυρίων του Giang δεν είχε πανικοβάλει κανέναν (μάλλον η εικόνα του Giang ήταν αυτή που προκάλεσε αναστάτωση). Σε αυτά τα stakes, εξάλλου, τα 1.3 εκατομμύρια δεν ήταν πολλά χρήματα. Για κάποιον περίεργο λόγο όμως, η επίσκεψη αυτή του Beal στο Bellagio είχε αγχώσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά τους pros. Η επικράτηση του Lederer τους έδωσε βαθιές ανάσες.
Ο Beal , από την άλλη μεριά, δεν αγχωνόταν ούτε αυτός. Ένιωθε καλά με τον τρόπο που έπαιζε. Απλώς, είχε πλέον αποδεχτεί την ανωτερότητα του Lederer. Ενώ με τους άλλους παίκτες που τον είχαν κερδίσει ήξερε, πάνω κάτω, τι έφταιγε για τις ήττες του, με τον Lederer δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι να κάνει, προκειμένου να κλείσει την “ψαλίδα” που τον χώριζε από τον “ καθηγητή”. Σκεφτόταν λοιπόν πως αν δεν ξαναέπαιζε με τον Lederer, είχε καλύτερες προοπτικές για να κερδίσει τους pros.
Οι απώλειες των 5 εκατομμυρίων κατέστησαν αναγκαίο για τον ίδιο το έμβασμα επιπλέον χρημάτων στο Bellagio. Στο μεταξύ, άρχισε τις επαναδιαπραγματεύσεις με τον Brunson για τη συνέχεια του παιχνιδιού. Ο ίδιος ήθελε μεγαλύτερα stakes : $100.000/$200.000 . Εξέφρασε την επιθυμία του, επαναλαμβάνοντας την απειλή του να φύγει αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά του.
Οι περισσότεροι pros, έχοντας πλέον και τον “αέρα” των 5 εκατομμυρίων, δεν είχαν πρόβλημα για την αύξηση των stakes – το αντίθετο, μάλιστα. Ο Chip Reese , παρολαυτά, δεν ήταν και τόσο ένθερμος υποστηρικτής αυτής της αύξησης. Στο μεταξύ είχε τεθεί και το θέμα του ποιος θα αντιμετωπίσει τον Beal : ο Lederer είχε φύγει από το Bellagio, η Ηarman ήταν πολύ άρρωστη, ο Todd Brunson έπαιζε στο Omaha H/L event.
Τελικά, οι pros συμφώνησαν με τον Beal. Τα stakes ανέβηκαν στα $100.000/$200.000 ενώ υπήρξαν ακόμα τέσσερις όροι : 1) ο Beal θα έπαιζε τουλάχιστο για δύο μέρες, σε αυτά τα stakes, με 5 ώρες τη μέρα, 2) Τόσο ο Beal όσο και οι pros θα φέρνανε από $10.000.000 στο τραπέζι, 3) Oι pros μπορούσαν να “χρησιμοποιήσουν” μόνο έναν παίκτη σε αυτές τις πέντε ώρες και 4) Ο Lederer δεν θα έπαιζε ως αντίπαλος του Beal. Ειδικά αυτός ο τελευταίος όρος ήταν πολύ σημαντικός, αν σκεφτεί κανείς πως μόνο οι Lederer, Todd Brunson, Chau Giang και Jennifer Harman είχαν σημειώσει αξιοπρεπή αποτελέσματα εναντίον του Beal στο παρελθόν.
Το σχόλιο της Harman, εκείνο το βράδυ, όταν πληροφορήθηκε για τους όρους της συμφωνίας, ήταν χαρακτηριστικό : “Ποιος στο διάολο συμφώνησε με αυτούς τους όρους;”. Παρολαυτά, δεν αποχώρησε από το group. Για την ακρίβεια, δεν αποχώρησε κανείς…
[…συνέχεια στο Β Μέρος]