Όλοι όσοι ασχολούνται με το πόκερ γνωρίζουν, αργά ή γρήγορα, την έννοια του “bad beat”. Της απώλειας, δηλαδή, ενός pot το οποίο πριν την εμφάνιση ενός ή περισσοτέρων φύλλων στο board “φαινόταν” να είναι δικό μας, χάρη στο πολύ καλύτερο hand μας σε σχέση με αυτό του αντιπάλου.
Φυσικά οι πιθανότητες υπάρχουν για να επαληθεύονται, είτε αυτές φτάνουν το 85% είτε το 2% ! Ο Chad Brown, με πρόσφατο άρθρο του στο blog του Pokerstars, αναφέρεται σε τρία ξεχωριστά hands θέλοντας να δώσει τη δική του ερμηνεία στον όρο του “bad beat”. Ας δούμε τα όσα γράφει.
«Γράφω αυτό το άρθρο από το WSOP-APAC όπου ο Phil Ivey και ο Daniel Negreanu κέρδισαν από ένα bracelet. Στο τουρνουά που κέρδισε ο Ivey (το 8-game mixed event), με απέκλεισε σε ένα NL Hold’em Hand με 20 παίκτες να απομένουν στο τουρνουά. Μάλιστα, αυτό ακριβώς είχα στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή – hands που δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελα.
Δεν έχω σκοπό να παραθέσω μια λίστα από bad beats – κανείς δε θα ήθελε να τα διαβάσει. Προτιμώ, αυτή τη φορά, να αναφερθώ σε κάποια hands που έπαιξα στο WSOP APAC που, με κάποιον τρόπο, δίνουν μια άλλη διάσταση στον όρο «bad beat».
Hand νο. 1 : Μια απλή ιστορία
Καταρχήν θα σας περιγράψω ένα πιο παραδοσιακό «bad beat» hand, ώστε να θέσω μια βάση για σύγκριση.
Το hand έλαβε χώρα στο 6-max event όπου, έχοντας αυξήσει το stack μου, τέθηκα αντιμέτωπος με έναν short-stacked παίκτη. Αυτός είχε ήδη παίξει ρέστα, μετά από δικό μου raise από late position, μια-δυο φορές και είχα πάει πάσο. Κατόπιν, προέκυψε ένα σημείο στο οποίο πήρα λοζέ οκτάρια στην cutoff και έκανα και πάλι raise. Τον κοίταξα και κατάλαβα αμέσως πως ήταν λίγο μπερδεμένος – με το hand που είχε δυσκολευόταν να αποφασίσει αν θα έκανε call απλά, re-raise ή shove.
Tελικά έπαιξε ρέστα και του είπα «Νομίζω πως έχεις δύο επτάρια» και έκανα call. Μου είπε «Ουάου, είσαι απόλυτα σωστός» και μου έδειξε τα επτάρια του. Όταν λοιπόν στο board εμφανίστηκε ένα 7-άρι επρόκειτο για bad beat σίγουρα. Είχα πιθανότητες καλύτερες από 4-1 όταν παίξαμε ρέστα και, δυστυχώς, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελα. Θα μπορούσα να είμαι ικανοποιημένος με το read μου και το πώς έπαιξα αλλά τα πράγματα δεν είναι και τόσο περίπλοκα – απλά μια σωστή απόφαση και ένα άσχημο αποτέλεσμα. Θα το αποκαλέσουμε λοιπόν «bad beat».
Hand νο. 2 : Πολλαπλά λάθη
Επιστρέφουμε στο πρώτο event. Είχα ήδη stack διπλάσιο του average στο δεύτερο level. Υπήρχε ένας παίκτης στο τραπέζι που ήταν πολύ επιθετικός και όχι ιδιαίτερα καλός. Είχε παίξει ρέστα σε ένα τρελό, multi-way hand στο οποίο είχε παίξει ρέστα με λοζέ 4-άρια απέναντι σε δύο εμφανώς καλούς παίκτες που έτυχε να έχουν Κ-Κ και Α-Α, με το flop να έρχεται Τ-Τ-4.
Αργότερα, έκανε raise και έκανα call από το button με 9-9. Το flop ήρθε 9-8-2 rainbow, δίνοντάς μου top set. Πόνταρε και πάλι έκανα απλά call. Το turn ήρθε δεκάρι, ο αντίπαλός μου πόνταρε και πάλι και έκανα raise. Ο ίδιος έπαιξε ρέστα – ένα τρελό στοίχημα, καθώς είχαμε τα δύο μεγαλύτερα stacks στο τραπέζι και έκανα αμέσως call. Ο ίδιος είχε open ended straight draw το οποίο και συμπλήρωσε στο river, με αποτέλεσμα να αποκλειστώ.
Στην περίπτωση αυτή έπρεπε να ληφθούν παραπάνω από μία αποφάσεις και ο αντίπαλός μου έκανε κάποια λάθη, καταλήγοντας τελικά να με κερδίσει. Είχα πλεονέκτημα καλύτερο από 4-1 στο all-in αλλά στην περίπτωση αυτή είχα «χειριστεί» κατάλληλα τον αντίπαλό μου, προκειμένου να τον φέρω σε αυτό το σημείο. Δεν είναι πλέον «bad beat» αν και πάλι ήμουν σχετικά άτυχος έχοντας παίξει ρέστα με εμφανές προβάδισμα.
Hand νο. 3 : Ελέγχοντας έναν δημιουργικό αντίπαλο – ή, ένα θαύμα στην 5th street.
Yπάρχει ακόμη ένα hand – επίσης από το 6-max – που ήταν ακόμη πιο περίπλοκο και ακόμη πιο απόμακρο από την έννοια ενός απλού «bad beat».
Ένας παίκτης έκανε raise στο button και έκανα call στο big blind με Q-J. Το flop ήρθε Q-Q-2 με δύο καρά. Ήξερα πως θα κάνειc-bet και έκανα check. Αυτός πόνταρε 350 και απάντησα με raise στα 800. Ήξερα πως ποντάροντας το ποσό αυτό, θα τον έκανα να πιστέψει πως δεν έχω ντάμα. Ήξερα επίσης πως με τον συγκεκριμένο αντίπαλο, το ποντάρισμά μου θα τον έκανε να προσπαθήσει να κλέψει το pot σε μια από τις επόμενες streets.
Έτσι, έκανε call στο check-raise μου. Όταν το turn ήρθε ένα offsuit 6-άρι έκανα check. Αυτός πόνταρε και πάλι. Έκανα απλά call, γνωρίζοντας πως δεν είχε κάτι και δεν ήθελα να τον φοβίσω. Ήξερα επίσης πως αν δεν ερχόταν καρό στο river θα πόνταρε και τοriver. Στην 5th street λοιπόν ήρθε ένα 3-άρι και έκανα και πάλι check. Πόνταρε 2.500, έκανα raise στα 5.500 στην περίπτωση που είχε ζευγάρι και έκανε crying call κρατώντας… 5-4. Ναι, είχε κάνει runner-runner straight!
O συγκεκριμένος είχε ως χορηγό ένα άλλο poker site και τον ήξερα αρκετά καλά ώστε να γνωρίζω πώς το παιχνίδι μου στο flopθα τον κάνει να φανεί… δημιουργικός στο hand, αργότερα. Όταν φτάσαμε στο διάλειμμα μου ζήτησε συγνώμη για το hand και του είπα πως δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Μάλιστα, σκεφτόμουν πως όλα στο hand κύλησαν όπως θα ήθελα και όπως τα είχα σχεδιάσει. Εξάλλου, τον έκανα να ποντάρει σε board Q-Q-2 με 5-4 δίχως draw, έχοντας μόλις 3% πιθανότητες να κερδίσει. Κατόπιν, τον ανάγκασα να βάλει επιπλέον μάρκες στην ίδια street – και ακόμα περισσότερες στη συνέχεια!
Στην πραγματικότητα λοιπόν υπάρχουν διάφορα “bad beats” ή / και hands στα οποία είμαστε εμείς οι άτυχοι αν και παίξαμε σωστά. Κάποιες φορές, μια απλή ενέργεια μας οδηγεί στο bad beat ενώ άλλες φορές έχουμε ελέγξει εμείς οι ίδιοι τη ροή του hand με μια σειρά αποφάσεων, φέρνοντας τον αντίπαλο μας σε άσχημη θέση.
Το συμπέρασμα, όμως, είναι πως πρέπει να αφήνουμε πίσω μας τα hands αυτα – απλά ή σύνθετα – γνωρίζοντας πως παιξάμε σωστά και να μην αποθαρρυνόμαστε από τα ατυχή αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, τα hands αυτά πρέπει να τονώνουν την αυτοπεποίθησή μας καθώς αποτελούν παραδείγματα του ότι παίρνουμε τις σωστές αποφάσεις και αναγκάζουμε τους αντιπάλους μας να παίζουν με λάθος τρόπο.»
Πηγή : Pokerstarsblog.com