Αγαπητοί αναγνώστες,
Στα μέσα της δεκαετίας του 80 ,την εποχή περίπου που άρχισα να παίζω πόκα στα καφενεία, διάβασα το βιβλίο του Χάρρυ Μαρκ Πετράκη : Νικ δε Γκρηκ. Η ελληνική του έκδοση είναι πλέον εξαντλημένη. Το μυθιστόρημα αυτό ξύπνησε μέσα μου μία επιθυμία να μάθω περισσότερα για τον τζόγο και τον κεντρικό του ήρωα τον Νικόλαο Αντρέα Δάνδολο.
Θα μοιραστώ μαζί σας ότι έμαθα αλλά κάθε αναγνώστης έχει να μάθει πολλά διαφορετικά πράγματα ακόμη. Είναι αυτό το κάτι άλλο που θέλω να καταλάβω, αυτή την άλλη ποιότητα που θέλω να βιώσω. Η ακτινοβολία που εκπέμπεται πάνω μου όταν διαβάζω και σκέφτομαι για τον Νικ ,αφήνει όλα μου τα υπαρξιακά ερωτήματα ανοιχτά.
Δεν μπορούμε να γίνουμε Νικ δε Γκρηκ αλλά μπορούμε να γίνουμε ο εαυτός μας. Μπορούμε με όπλο την γνώση να ανοίξουμε την πόρτα του μονοπατιού και μέσα από την εμπειρία και την δράση τις πόρτες της ψυχής και του πνεύματος.
Ο Νικ δεν επεδίωξε ποτέ την δημοσιότητα (έδωσε μόνο μία δημόσια συνέντευξη), γι’αυτό το αφιέρωμα αυτό δεν θέλει να βάλει τον Νικ μέσα στην ιστορία ,αλλά να αφουγκραστεί τις δονήσεις που εκπέμπονται από τα βάθη του κόσμου των ανθρώπων που αγαπούν το ρίσκο, που εμπνέονται από την πρόκληση της αναζήτησης και εξερεύνησης του αγνώστου.
Ο Νικ αγαπούσε το ρίσκο ,την φιλοσοφία και την αντισυμβατικότητα. Δεν του άρεσε ο τίτλος επαγγελματίας παίκτης. Ήταν απλά ένας άνθρωπος της δράσης, η κοσμοθεωρία του και το παιχνίδι του αντικατοπτρίζονταν το ένα μέσα στο άλλο. Ήταν άριστος γνώστης των παιχνιδιών που έπαιζε και των κινδύνων που αυτά κρύβουν.
Αναζητούσε τα μεγαλύτερα παιχνίδια, τα μεγαλύτερα ρίσκα εκεί όπου η συγκίνηση, η χαρά , η αγωνία είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες όλων των εποχών.
Μήπως η ζωή παίζει μαζί μας, παίζει με τις βαθιές μας ανησυχίες, με την τάση μας να αφιερωνόμαστε σε ότι αγαπάμε και ελπίζουμε χωρίς παράλληλα να αποδεχόμαστε την ανάγκη της συμφιλίωσης μας με το ρίσκο και τις δοκιμασίες της ζωής;
Ας παίξουμε λοιπόν και εμείς με την ζωή, ας κάνουμε την ζωή παιχνίδι.
zorbasovoudas
Ακόμη και μερικά από τα πιο βασικά στοιχεία της ζωής του Νικ παραμένουν καλυμμένα από μυστήριο. Η πραγματική του ηλικία και ημερομηνία γέννησης , μεταβαλλόντουσαν συνεχώς από μήνα σε μήνα και από χρονιά σε χρονιά, καθώς απαντούσε σε όλους όσους η περιέργεια τους έκανε στην άκρη το σέβας για προσωπικά δεδομένα.
Την καλύτερη απάντηση την έδωσε μάλλον στον γιατρό του. Σύμφωνα λοιπόν με την μαρτυρία του προσωπικού του γιατρού ο Νικ, γεννήθηκε το 1883 στην Κρήτη σαν ορθόδοξος χριστιανός με το όνομα Νικόλαος Ανδρέας Δάνδολος.
Η έγκυρη και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα New York Times στο άρθρο της του 1929 για τον Νικ , ανέφερε ότι ήταν 43 χρόνων. Επίσης έγραψε στο ολοσέλιδο της άρθρο της 27 Δεκεμβρίου 1966 ότι ο Νικ πέθανε 80 ετών.
« Όταν ήμουν 8 χρονών, ο πατέρας μου με έστειλε να ζήσω μαζί με τον πλούσιο νονό μου στην Σμύρνη. Εκεί φοίτησα στο Αγγλικό σχολείο Baxter και κατόπιν έλαβα πτυχίο από το Ελληνικό Ευαγγελικό Κολλέγιο. Είχα ταλέντο στις γλώσσες και έμαθα Αγγλικά , Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Τούρκικα, λίγα Εβραϊκά και Αρχαία Ελληνικά. Μου άρεσε να γράφω ποίηση. Στην πνευματική μου αναζήτηση αφιερώθηκα από τότε και για όλη μου την ζωή στην σπουδή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Ο νονός μου είχε μεγάλα σχέδια για μένα καθώς στα 18 μου αποφάσισε ότι πρέπει να περιοδέψω στον κόσμο, ώστε να προετοιμαστώ καλύτερα για τις επερχόμενες σπουδές μου στην Οξφόρδη. Ήλπιζε ότι στο σπουδαίο αυτό Πανεπιστήμιο θα μπορούσα να λάβω το ανώτερο δίπλωμα της Φιλοσοφίας. Μου έστελνε 150 δολάρια την εβδομάδα ,ένα μεγάλο ποσό για την εποχή, συν τα ταξιδιωτικά έξοδα. Το ταξίδι μου πέρασε από τις Η.Π.Α και έφτασε ξαφνικά στο τέρμα του όταν έφτασα στον Καναδά».
Όπως γίνεται συνήθως συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Βέβαια πριν από αυτό το αναπάντεχο ο Νικ έκανε και πολλά άλλα αναπάντεχα. Κράτησε πολλά από τα στοιχεία με τα οποία ανατράφηκε στην εφηβεία, όπως να ντύνεται καλά στο Baxter School στην Σμύρνη, με συμμαθητές εγγλέζους τζέντλεμαν προορισμένους για το διπλωματικό σώμα.
Ήταν πολύ έξυπνος αλλά την τέχνη της διπλωματίας την χρησιμοποιούσε για να την μεταμορφώσει πάντα κατά βούληση ,πάντα με τον δικό του τρόπο .Διάβαζε όλο και περισσότερο βιβλία με ποίηση και φιλοσοφία, και οι γύρω του πρακτικοί άνθρωποι ανησύχησαν για αυτόν , και το που αυτό θα οδηγούσε. Σε μία περίπτωση πάντως αυτό οδήγησε στο σπίτι ενός Τούρκου.
“Εκείνη την νύχτα έπεισα τον φύλακα ενός πολύ σπουδαίου Τούρκου της εποχής να με αφήσει να μπω στο σπίτι του λόγω του ότι ο Τούρκος έλειπε εκτός πόλης. Ήταν ένα κοινωνικό πείραμα εκ μέρους μου, θέλοντας να μελετήσω την ζωή των πασάδων λογαριάζοντας όμως χωρίς τον ξενοδόχο.
Ο Τούρκος επέστρεψε τα μεσάνυχτα και άρχισε να φωνάζει που είναι αυτή η μαύρη ψυχή. Πάνω στον πανικό μου μην ξέροντας τι να κάνω φώναξα εδώ είμαι. Για καλή μου τύχη υπήρχε ένα παράθυρο ανοιχτό και πήδηξα από ψηλά έξω στον δρόμο. Ήμουν τόσο λαχανιασμένος και μισοπεθαμένος από φόβο όταν έφτασα σπίτι ώστε να μου κοπεί η όρεξη για νέες περιπέτειες για πολλά χρόνια.
Η μητέρα μου ταράχτηκε όταν έμαθε τα νέα και στο γράμμα της μου θύμισε ότι οι κακές μου συνήθειες με παρέσερναν σε κουταμάρες. Όπως όταν με είχε τσακώσει να παίζω με τα παιδιά του δημοτικού χαρτιά κάτω από την σκιά μιας μεγάλης ελιάς στην Κρήτη. Η φαντασία εξάπτεται στην ιδέα να ρίξεις μία ματιά στην πολυτελή ζωή του πασά και του χαρεμιού του.”
Ο Νικ διηγιέται ο προσωπικό του δράμα που έζησε όταν έφτασε για πρώτη φορά στην Αμερική με την τέχνη ενός βάρδου, και φαίνεται σε όσους την άκουσαν σαν να υπάρχει μια προσθήκη δραματικής φαντασίας στην όλη ιστορία.
“0 λόγος που άφησα τις Η.Π.Α και συγκεκριμένα το Σικάγο για το Μόντρεαλ του Καναδά είχε να κάνει με το ωραιότερο κορίτσι που έχω δει ποτέ. Ήταν σαν ο αρχαίος Θεός Έρως να έκαμνε το θαύμα του . Καθώς επισκεπτόμουν οικογενειακούς μου φίλους με κάλεσαν σε έναν βραδινό χορό που διοργάνωσε η ελληνική κοινότητα της πόλης.
Ήμουν το πρόσωπο της βραδιάς, ένας νεαρός Έλληνας από την πατρίδα με λαμπρό μέλλον. Μου σύστησαν μία νεαρή Ελληνίδα, την πιο ωραία γυναίκα που έχω δει, τα μάτια της με μάγεψαν. Σύντομα λογοδοθήκαμε και αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Μετά από λίγες μέρες τσακωθήκαμε. Για να την τιμωρήσω έφυγα για το Μόντρεαλ. Δεν ήξερα όμως ότι τιμωρούσα τον εαυτό μου. Τα άσχημα νέα δεν άργησαν να φτάσουν.
Ήταν πολύ δυσάρεστα, η πραγματικότητα ήταν φανερά πολύ χειρότερη από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες που διάβαζα. Ο πλούσιος νονός μου στην Σμύρνη πέθανε αφήνοντας 50.000δολ στον λογαριασμό μου και η κοπέλα που αγαπούσα έπασχε από έναν ξαφνικό δυνατό πυρετό. Πριν προλάβω να πάρω το τραίνο της επιστροφής , αυτή πέθανε. Ίσως εκτός των άλλων λόγων που δεν παντρεύτηκα να ήταν και το ότι δεν πίστευα ποτέ ότι μπορούσα να αναπληρώσω αυτό το κορίτσι.
Τρελός από πόνο ,μην αντέχοντας την συμφορά που με βρήκε ,μέθαγα για εβδομάδες ολόκληρες, παίζοντας άγρια μεγάλα ποσά στα άλογα χωρίς καμία λογική, όλο μου το ενδιαφέρον για την ζωή εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από τα στοιχήματα στα πόδια των αλόγων. Παρά το τυφλό παιχνίδι χωρίς να νοιάζομαι αν κερδίσω ή χάσω ,προσέλκυσα τον γύρω μου θαυμασμό καθώς δεν γινόταν να χάσω στοίχημα.
Όλοι σχεδόν όσοι ξεκινούν να τζογάρουν για θεραπευτικούς σκοπούς τα χάνουν όλα και εκεί τελειώνει η ιστορία. Εγώ όμως είχα αυτήν την θεία τρέλα που εξαργύρωνε ότι στοίχημα και εάν έκαμνα. Τέσσερις μήνες αργότερα αφού σταμάτησα να πίνω όλη την μέρα και ανέκτησα αρκετά την αυτοκυριαρχία μου συναντήθηκα με έναν από τους καλύτερους τζόκευ της εποχής τον Φιλ Μούσκρέηβ.
Μαζί του το παιχνίδι μου έγινε πιο επαγγελματικό. Ο Μούσκγρέηβ ήταν γνώστης κάποιων εντυπωσιακών πληροφοριών για άλογα .Ευτυχώς για μένα η κατανόηση των πιθανοτήτων ήταν εκ του φυσικού μου και έτσι με την βοήθεια του συνέχιζα να κερδίζω…
Ο Νικ άρχισε να γίνεται καθημερινή είδηση στα ιπποδρομιακά έντυπα της εποχής και ή φήμη μου εξαπλωνόταν σιγά σιγά σε όλο τον δυτικό κόσμο. Άρχισε πλέον να νοιώθει τις απέχθειες της δημοσιότητας. Μικρά παιδιά που δεν το γνώριζαν προσπαθούσαν να του πουλήσουν ιπποδρομιακά φυλλάδια με τα τιπς του Νικ. Οπουδήποτε στον Καναδά έκανε ένα στοίχημα σε άλογο ,οι αποδόσεις του αλόγου πέφτανε κατακόρυφα. Για να λύσει αυτό το πρόβλημα δημιούργησε ένα δίκτυο που στοιχημάτιζε για αυτόν στο Σικάγο, Ντητρόιτ, Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη, Σαν Φρανσίσκο, Λος Άντζελες και άλλες πόλεις.
Ακόμη και αν μαθευόταν η πηγή των μακρινών αυτών στοιχημάτων ,έπρεπε να διαπραγματευθούν με τον τηλέγραφο και ήταν αργά πια γιατί οι κούρσες στο Μόντρεαλ είχαν ήδη αρχίσει. Τα κέρδη του και η φήμη του πολλαπλασιάστηκαν.
Γυρνώντας πίσω στο Σικάγο είχε έρθει πλέον η ώρα να πάρω τις αποφάσεις μου. Στα είκοσι μου, με καθαρό μυαλό, στάθηκα σε μία διασταύρωση και σκέφτηκα ποιόν δρόμο πρέπει να ακολουθήσω. Ήμουν υγιής και πλούσιος, όλοι οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί για μένα. Άκουσα την καρδιά μου και είδα με τα μάτια της ψυχής μου έναν δρόμο που είχε και τα πάνω και τα κάτω .Αυτόν τον δρόμο αποφάσισα να ακολουθήσω.
Μετά από δεκάμηνη παραμονή στο Μόντρεαλ, είχε 1.2 εκατομμύρια σε μετρητά, ένα διεθνές όνομα που δεν απολάμβανε , ένα μερικώς αναστηλωμένο αλλά ακόμη κακόκεφο πνεύμα και ένα αρχικό έναυσμα για έναν μέχρι το τέλος της ζωής του εθισμό στον τζόγο . Καθώς μελετούσε την επόμενη του κίνηση άρχισε να ερευνά κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές τύχης στην Halsted Street στο μπλε νησί ή αλλιώς το ελληνικό τμήμα του Σικάγο.
Κατατροπώθηκε από τους έμπειρους επαγγελματίες σε κάθε καινούριο παιχνίδι που δοκίμαζε. Τα λεφτά του κάνανε φτερά. Δεν τα παράτησε όμως επέμενε, μελέτησε τα παιχνίδια και επέστρεψε κάνοντας φτωχότερους αυτούς που στην αρχή τον είχαν χρεοκοπήσει. Έμαθε τα παιχνίδια τόσο καλά που όλες οι λέσχες τον ήθελαν στην υπηρεσία τους. Οι λέσχες τον θέλανε για σύμβουλο τους και όλοι οι παίχτες στο τραπέζι τους. Δεν ήρθε ποτέ σε συμφωνία με τις λέσχες .
Σύντομα έγινε γνωστός σε όλο το Σικάγο. Οι κυρίες όλων των επαγγελματικών ασχολιών έκαναν το κάθε τι ώστε να πέσει ένα βλέμμα του Νικ πάνω τους. Ήταν ο σημαίνων παίκτης που στόχευε ελεύθερα κάθε παιχνίδι.
Ήταν πάντα πρόθυμος να στοιχηματίσει σε οποιοδήποτε παιχνίδι ,και κάθε στιγμή όταν πίστευε ότι το θάρρος, η ικανότητα και η εξυπνάδα του, θα υπερίσχυαν του πεπρωμένου. Για τον Νικ τα παιχνίδια ήταν η ύστατη πρόκληση. Το άτομο εναντίον του κόσμου. Η αντίσταση του κατά των πιθανοτήτων έδινε ευχαρίστηση στην ζωή του, και ήταν ο λόγος που παρέμεινε πάντα ανεξάρτητος σε όλη του την ζωή, δεν εισχώρησε ποτέ στα εσωτερικά των καζίνο όταν αυτά θα τον καλωσόριζαν με χαρά προσφέροντας του μία ζωή εύκολη με εξασφαλισμένα κέρδη.
“Ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω μερίδιο από το χέρι του ντίλερ, με όσα εκατομμύρια και αν είχα ή χρωστούσα. Δεν είχα καμία αμφιβολία για το χαρακτήρα αυτών που ήταν από την άλλη πλευρά των παιχτών και του τραπεζιού ή της δικής μου θέσης. Ήταν τίμιοι επειδή φοβούνταν να είναι αλλιώς. Δώσε τους μία ευκαιρία και θα σε κλέψουν εν ψυχρώ.
Ήμουν ίσως λίγο πιο ενθουσιώδης εκείνο τον καιρό. Μετά από 24ωρο παιχνίδι πόκερ, πήγαινα στο ελληνικό ρεστοράν και έπαιζα τάβλι με έναν γέρο μικρέμπορο του δρόμου που ήξερα. Την επόμενη χρονιά άρχισα να στέλνω δώρα με χρήματα στους γονείς μου πίσω στην πατρίδα. Ο πατέρας μου ήταν κατευχαριστημένος που μάθαινε ότι ο γιος του ,που νόμιζε ότι ήταν στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις . τα πήγαινε τόσο καλά.
Όταν όμως έλαβε ένα τσεκ των 20.000 δολαρίων προβληματίστηκε, η Αμερική θα πρέπει να είναι το κάτι άλλο σκέφτηκε. Σύντομα μετά η μητέρα μου έστειλε τον πατέρα μου στο Σικάγο για να δει ότι ήμουν σε καλό δρόμο και ότι θα παντρευόμουν .Ναι φυσικά, ήμουν ήδη 21 χρονών.
Σαν κεφαλή του σπιτιού ο πατέρας μου είχε την αποστολή να επιλέξει την νύφη. Ο πατέρας μου ήταν πολύ σοβαρός και είχε ένα μεγάλο μουστάκι. Ήταν όλος κοσμιότητα και καθήκον. Μόλις έφτασε στο Σικάγο το πρώτο πράγμα που ήθελε να δει ήταν το ναυτιλιακό μου γραφείο όπου υποτίθετο ότι έπρεπε να δουλεύω. Καθότι όμως ο τόπος εργασίας μου δεν ήταν σταθερός ,και καθώς δεχόμουν στην πράσινη τσόχα σαν συμπαίκτες, δολοφόνους και εμπρηστές, εδώ υπήρχε ένα πρόβλημα.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από το να παραδεχτώ ότι η παλιά μου ναυτιλιακή εταιρία ήρθε αντιμέτωπη με οικονομικά πλήγματα και ότι αναζητούσα κάτι καινούριο. Γύρισα τον πατέρα μου σε όλο το Σικάγο ντύνοντας τον με τα καλύτερα ρούχα. Όταν έπρεπε να λείπω επειδή θα έψαχνα για κάτι καινούριο, μίσθωσα έναν φίλο με 25 δολ. την μέρα ώστε να κρατάει τον πατέρα μου απασχολημένο, δείχνοντας του την πόλη και κρατώντας τον μακριά από τους τύπους που συναναστρεφόμουν όπως ο Suitcase Johnson, King George και Joe the Hearse.
Αλλά τελικά ήμουν αναγκασμένος να παρατήσω τις συνήθεις μου δραστηριότητες. Ο πατέρας μου απολάμβανε το Σικάγο, αλλά είχε την αποστολή του και έτσι με λεπτότητα γνωριζόταν με τις ελληνικές οικογένειες της πόλης μέχρι να βρει μία κοπέλα που πίστευε ότι θα ταίριαζε. Ήταν στην διαδικασία να με γνωρίσει στους γονείς της κοπέλας, λέγοντας τους όλα τα καλά νέα για μένα, όταν και αυτοί με τη σειρά τους του είπαν τα καλά νέα για μένα.
Ο πατέρας μου εξοργίστηκε και ακύρωσε την προξενιά. Τότε πήγαμε να δούμε έναν φίλο του που είχε ένα εστιατόριο και του ζήτησε να με προσλάβει σαν σερβιτόρο. Έτσι αφού ξεκαθαρίσαμε τι θα πρέπει να κάνω στο μέλλον βρέθηκα με μία πετσέτα φαγητού στο μπράτσο σερβίροντας του το επιδόρπιο. Μου είπε λοιπόν ο πατέρας μου ότι εάν δουλέψω σκληρά θα μπορέσω να έχω στο μέλλον το δικό μου ρεστοράν. Του είπα ότι έχω κάθε ελπίδα για το μέλλον.
Την επόμενη χρονιά άρχισα να ταξιδεύω εκτός Σικάγου για να βρω δράση. Η ζωή μου σαν παίκτης άρχισε πλέον να διαμορφώνεται και θα με ακολουθούσε στην υπόλοιπη μου ζωή. Επισκέφτηκα όλες σχεδόν τις πόλεις με καλές ιπποδρομίες. Έπαιξα πόκερ ,με τους ψυχρούς και ικανούς παίκτες του Σικάγου, Ντητρόιτ, Νέας Υόρκης , Βοστώνης και άλλων πόλεων.
Αυτή την εποχή έκανα μία συμβολή στον Αμερικανικό τζόγο, που κάποιοι εγκωμίασαν και άλλοι καταράστηκαν. Έβγαλα το παιχνίδι με τα ζάρια από τα πίσω δωμάτια και τα έκανα αξιοσέβαστα. Ανακάλυψα τα ζάρια στο Σικάγο και συναρπάστηκα από αυτά. Ένα απόγευμα πρότεινα σαν αλλαγή, να το γυρίσουμε στο παιχνίδι με τα ζάρια, σε κάποιους επιχειρηματίες , εργοστασιάρχες και επαγγελματίες παίκτες που ήταν οι σταθεροί μου αντίπαλοι.
Tο δοκίμασαν και πολύ γρήγορα μεγάλα χρηματικά ποσά άρχισαν να αλλάζουν τσέπες με ασύλληπτη ταχύτητα. Εγώ ο ίδιος έχασα περισσότερα από 400.000 δολάρια σε 4 μήνες. Ήμουν κατευχαριστημένος. Στην Νέα Υόρκη όπου η φήμη μου άρχισε να μεγαλώνει , άρχισε να με ακολουθεί η καλή κοινωνία του τζόγου. Για οτιδήποτε και αν ήθελα να παίξω η δράση ήταν μεγάλη.
Μία μέρα στο Piping Rock Club στην Σαρατόγκα τρόμαξα τον μάνατζερ βγάζοντας ένα ζευγάρι κόκαλα από την τσέπη μου και προκάλεσα το σύνολο των πελατών για μερικές πάσες. Οι πελάτες ανταποκρίθηκαν. Την ίδια μέρα ο μάνατζερ τοποθέτησε ένα τραπέζι για ζάρια. Αυτό που αποφάσισε να κάνει το κλαμπ ήταν κοινωνικά σωστό για την χώρα. Από τότε το παιχνίδι ζαριών έγινε θεσμός για όλες τις λέσχες στην αρχή και κατόπιν για τα καζίνο.