Σε αυτόν τον κόσμο του τζόγου που δεν κοιμάται ποτέ, βρίσκεις κάθε καρυδιάς καρύδι. Ψεύτες, αφελείς, κλέφτες, μανιακούς, κυβερνητικούς απατεώνες.
«Θέλησα να θεωρούμαι ένας παράξενα καθαρός παίκτης, ο οποίος αναζητά περισσότερο την αλήθεια παρά το όφελος. Ναι το παιχνίδι ήταν η ζωή μου. Έπαιζα αδιάκοπα με πάθος με χαρά ,πάντα για μεγάλα ποσά, όχι σαν επαγγελματίας ή σαν επένδυση, αλλά όπως οι αληθινά αφιερωμένοι μοναχοί πρέπει να προσεύχονται, κάτι σαν μία παρατεταμένη έκσταση.
Σε αυτό το διάστημα των 60 χρόνων της σταδιοδρομίας μου, υπολογίζω ότι κέρδισα και έχασα γύρω στα 500.000.000 δολάρια, κάνοντας την διαδρομή από την φτώχεια στον πλούτο 73 φορές.»
Μία χρονική περίοδο ο Νικ είχε στην κατοχή του 50.000.000 δολ. τα οποία κρατούσε σε μία ασφαλή θυρίδα. Κάποιος άλλος θα είχε αποσυρθεί επενδύοντας τα. Η δική του όμως οπτική παρέμεινε αμετάλλακτη και μοναδική. Τα λεφτά σήμαιναν για εκείνον απλώς μία ευκαιρία να παίξει σε μεγαλύτερα και καλύτερα παιχνίδια.
«Όπως έχω πει κατ επανάληψη, τα λεφτά έχουν γίνει ένα υποκατάστατο στην κοινωνία μας για σχεδόν οτιδήποτε μπορείς να ονομάσεις. Ακόμη και για τον χαρακτήρα. Απλά λυπάμαι που πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για τον τζόγο. Είναι μόνο μία κάβα, ένα ποσό.
Κέρδιζα και έχανα με την ίδια φλόγα, και στα γεράματα ήμουν υπερήφανος τόσο για τις ήττες μου ,όσο και για τις νίκες. Πράγματι μιλούσα για τις ήττες μου με τον ίδιο αέρα και την ίδια υπερηφάνεια, όπως θα μιλούσαν κάποιοι για τα εγγόνια τους.
Σε μία περίπτωση στοιχημάτισα 40.000 εναντίον 20.000 ενός άλλου παίκτη σε παράπλευρο στοίχημα στα ζάρια (δηλ. σε στοίχημα που κανόνιζαν οι δύο παίκτες και που δεν είχε καμία σχέση με τους κανόνες του εξελισσόμενου παιχνιδιού). Όταν στην επόμενη ζαριά έχασα το στοίχημα ένας συγγραφέας με ρώτησε κομπιάζοντας “To κάνεις συχνά αυτό Νικ΄;”
Γιατί όχι του απαντάω είναι στοίχημα με πιθανότητες 2 προς 1 έτσι δεν είναι. Σε μία άλλη περίπτωση είχα μία ακόμα μεγαλύτερη ήττα όταν σε παρόμοιο στοίχημα έχασα 280.000 από τον Άρνολντ Ρόθσταιν. Γιατί πόνταρες 280.000′ με ρώτησε ένας δημοσιογράφος.
Μέχρι τόσα ήθελε να πάει ο Άρνολντ του λέω. Δεν υπήρχε όριο κινδύνου για μένα. Αισθανόμουν το ίδιο άνετα τόσο στις μεγάλες ήττες όσο και στις μεγάλες νίκες. Χρειαζόμουν τα λεφτά σαν κάβα για να μπορώ να παίζω, ναι ,αυτό είναι αλήθεια. Αλλά εκτός αυτού τι καλό θα μπορούσαν να μου είναι.
Δεν παντρεύτηκα ποτέ – ποτέ μου δεν γνώρισα κάποια που θα μπορούσε να μοιραστεί ή να αποδεχτεί τον τρόπο ζωής μου – μπορώ να ζήσω μόνο σε ένα δωμάτιο κάθε φορά – να φορώ μια αλλαξιά την κάθε φορά και να τρώω ένα γεύμα. Πραγματικά δεν χρειάζεσαι πολλά για αυτά.
Τα υλικά αγαθά είναι μόνο μία περιφερειακή πλευρά της ζωής, μπορώ όμως να κατανοήσω την μεγάλη σημασία που έχουν για τους άλλους. Πάντα πλήρωνα τα χρέη μου στην ώρα τους και κανείς δεν έχασε ποτέ λεφτά από μένα».
Ο Νικ ήταν σε όλη του την ζωή φιλάνθρωπος τόσο σε ιδρύματα όσο και σε ιδιώτες ,σε φίλους αλλά και σε οποιονδήποτε του χτυπούσε την πόρτα. Δεν επέμενε για την επιστροφή των χρημάτων ακόμη και όταν τα έδινε σαν δανεικά. Εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του όταν δεν μπορούσε να βρει εύκολα πλέον χρήματα ζητούσε να του επιστραφούν τα όποια δανεικά και χρέη είχαν προς αυτόν άλλοι τζογαδόροι.
Βασιζόταν όμως μόνο στον λόγο τους, χωρίς να έχει καμία υπογραφή τους και έτσι με δυσκολία έπαιρνε πίσω κάποια λίγα από τα χρήματα με την βοήθεια ενός φίλου του δικηγόρου που του εξηγούσε ότι ο λόγος τιμής ενός τζογαδόρου δεν έχει πλέον καμία αξία. Μόνο σε ιδρύματα έδωσε 5.000.000 δολάρια και άλλα 2.000.000 σε απλούς ανθρώπους.
Έστειλε περίπου 30 παιδιά φίλων στο κολλέγιο, πλήρωσε πάντα ανώνυμα, χρέη σε νοσοκομεία για πάνω από 1.000 άτομα και βοήθησε άλλους 300 να φτιάξουν την δική τους επιχείρηση.
Όταν ακουγόταν ότι ο Νικ τζίραρε περισσότερα λεφτά από πολλές τράπεζες, είναι απόλυτα φυσικό να ανακηρυχθεί σαν ο κορυφαίος σε παίξιμο χρημάτων παίκτης αυτής της χώρας που μόνο το 1953 υπολογίζεται ότι παίχθηκαν σε τυχερά παιχνίδια γύρω στα 20 δις. Δολάρια . Δηλαδή 5 δισεκατομμύρια περισσότερα από το κόστος του πολέμου της Κορέας.
«Έζησε σαν ένας μοντέρνος Σωκράτης, δεν πίστευε σε τίποτα το υλικό» είπε κάποιος φίλος του. Η περιουσία του όταν πέθανε μπορούσε να χωρέσει μέσα σε ένα παπούτσι.
Τα πιο πολύτιμα αγαθά του ήταν αυτά που μπορούσε να πάρει μαζί του , και τα πήρε. Δύο από τα αγαθά που πήρε μαζί του ήταν το ελεύθερο και ενθουσιώδη πνεύμα της περιπετειώδης νιότης, που ήταν ένα μοναδικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα για όλο τον καιρό της δράσης του, όπως και το μυστικό κάθε μα κάθε φορά να βρίσκει καινούρια κάβα ώστε να ξεκινήσει πάλι μία εκδρομή προς την κορύφωση μιας πορείας αυτών που τολμούν να αμφισβητήσουν την μοίρα.
«Αυτό το πρώτο μυστικό θα το πάρω μαζί μου ,καθώς δεν μπορώ να δώσω συμβουλές που μπορεί να είναι χρήσιμες. Είναι κάτι που εδρεύει στον χαρακτήρα και όχι στην προσωπικότητα και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να αποκτηθούν…
Και πιστέψτε με ,και για το δεύτερο, μια αποκάλυψη των πηγών μου θα ήταν χωρίς νόημα, καθώς αυτές θα είναι πάντα πιο κοντά σε μένα από οποιονδήποτε άλλον και όταν εγώ θα έχω φύγει, δεν θα μου χρειάζονται πια».
Ο Νίκ ,άφησε όμως και άλλα μικρότερα μυστικά ,όπως την στρατηγική που χρησιμοποιούσε ,ή την διαχείριση των μεγάλων ποσών που έβαζε σε δράση. Άφησε πίσω μια τεράστια κληρονομιά σε έναν κόσμο τον οποίο αγαπούσε. Όσα ακολουθούν παρακάτω θα εξάρουν τις αισθήσεις και το πνεύμα όσων δεν τον ξέρουν ,αλλά και όσων τον ξέρουν.
Ο άνθρωπος ήταν τζογαδόρος από τότε που κατέβηκε από τα δέντρα. Ανάμεσα στα πιο αρχαία αντικείμενα είναι τα ζάρια, και τα προφητικά ραβδιά , τα οποία επίσης χρησιμοποιούνταν για παιχνίδι. Αλλά η πιο εντυπωσιακή εποχή του τζόγου στην ιστορία ήταν αυτή που ακολούθησε μια χαλάρωση της έντασης μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Έγινε γνωστή ως εποχή των high rollers . Στην Ευρώπη και την Αμερική, όνειρα για μία άνευ ορίων οικονομική ευμάρεια στο μέλλον, δημιούργησε έναν εσώτερο κόσμο τζογαδόρων για τους οποίους τα χρήματα δεν σήμαιναν τίποτα άλλο εκτός από ένα ποσό για τζόγο. Βιομηχανίες άλλαζαν χέρια σε μία βραδιά στο πόκερ, εθνικοί θησαυροί ρισκάρονταν σε μερικές μπίλιες στην ρουλέτα, και πάντοτε – ακόμη και αν οι περιβαλλόμενοι απείχαν από το να είναι κύριοι – οι παίκτες κέρδιζαν ή έχαναν με στυλ.
Σήμερα τίποτε δεν έχει επιβιώσει εκείνης της εποχής εκτός από τον ίδιο τον όρο. Ο όρος high roller ορίζεται σαν περιγραφή αυτών που παίζουν διαρκώς για μεγάλα ποσά. Αλλά είναι μόνο μία ηχώ. Η πραγματική εποχή των high rollers κράτησε κάτι λιγότερο από δύο δεκαετίες , και όταν τελείωσε , δεν ήταν δυνατό να ξαναζωντανέψει.
Αυτή ήταν η εποχή στην οποία το όνομα Νικ δε Γκρηκ είχε ταυτιστεί με τον καλύτερο τρόπο. Και αν ακόμη έχει περάσει στην ιστορία, ο Νικ και οι φίλοι του μπορούν ακόμα να θυμούνται.
«Σε βλέπω Χάρρυ ,έχεις σκύψει και ακούς, κάτι σκέφτηκες πάνω στο θέμα μας», ρώτησε ο Νικ
«Ναι ναι με τύλιξε πάλι αυτή η γήινη αύρα. Όταν άνοιξα το μαγαζί στο Βέγκας είχα λησμονήσει την παλιά εποχή και ο κάθε γρύπας με ξεγελούσε» .
Όπως ένας κέρβερος που είχε βαλθεί να ανακαλύπτει πλούσια θύματα για το νεότευκτο τότε Λας Βέγκας. Βάλθηκε ένας τέτοιος τύπος να πείσει μία μέρα τον Χάρρυ όταν και ο Νικ ήταν παρόν. Ο Νικ διάβαζε Πλάτωνα σε ένα τραπέζι του καφέ.
«Σου το λέω στα σίγουρα» , λέει ο τύπος του Χάρρυ , «αυτοί είναι πραγματικοί high rollers, δεν τους έχω ξαναδεί στο Βέγκας και με εμπιστεύονται».
«Εγώ» λέει ο Χάρρυ, «συνέχισα να πίνω τον καφέ μου απλά γνέφοντας του».
«Ξέρεις τι σκέφτομαι;» λέει επίμονα ο τύπος στον Χάρρυ.
«Εάν τους μπάσω σε ένα καζίνο ,θέλω και κάτι για τον εαυτό μου εντάξει; Μόνο ένα πέντε τοις εκατό από ότι χάσουν, μόνο αυτό και εσύ θα έχεις στο άψε σβήσε κάποιους high rollers να παρουσιάσεις».
Ο Χάρρυ σήκωσε το κεφάλι του τελικά και τον κοίταξε. «Εντάξει σύμφωνοι», του λέει, «αλλά για το καλό σου να είναι high rollers».
Ενώ τους λέγανε για τα καλά του Λας Βέγκας και το που θα παίξουν τα χρήματα τους, δύο κοφτερά παρατηρητικά σκούρα μάτια παρακολουθούσαν την συζήτηση που είχε στόχο να ψήσουνε τους κυρίους ,ώστε αυτοί να πάνε κατευθείαν στο υποδειχθέν από τον Χάρρυ καζίνο. Όταν οι κύριοι βγήκαν έξω στην ζέστη του Λας Βέγκας, ο Χάρρυ άκουσε τον Νικ να του προτείνει ένα στοίχημα 6 προς 5.
«Νικ» του λέει ο Χάρρυ , «άφησες την μετάφραση του Πλάτωνα για να παρακολουθείς εμάς».
«Υπάρχει λόγος» , λέει ο Νικ, «στοιχηματίζω ότι αυτός ο μικρός γρύπας δεν έχει δει ποτέ του έναν high roller, και δίνω ακόμα καλύτερες πιθανότητες ότι αυτοί που σου παρουσιάστηκαν έτσι από αυτόν τον φουκαρά , το τσεκ με το οποίο θα παίξουν θα μοιάζει μουδιασμένο μέχρι το τέλος της νύχτας».
Ο Χάρρυ δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει ο Νικ ,μιας και δεν είχε δώσει και πολύ σημασία στους αναχωρούντες για τζόγο πελάτες .
«Άκουσε» του λέει ο Νικ. «Η λέξη high roller σαν όρος έχει φθαρεί τόσο πολύ στον νέο γενναίο μας κόσμο ώστε να χαρακτηρίζει κάθε παίκτη ερασιτέχνη ή επαγγελματία που παίζει με μεγάλα ποσά».
«Αυτό σημαίνει η λέξη όμως ,έτσι δεν είναι;» του λέει ο Χάρρυ.
«Τώρα ναι. είναι έτσι. Αλλά δεν σήμαινε πάντα αυτό. Υπήρξε μια εποχή που high roller σήμαινε κύρος, μία αύρα γνήσιας κλάσης και διάκρισης, μία λαμπρότητα».
«Σίγουρα Νικ ,σου λέω έχεις δίκιο. Φυσικά το ξέρεις και το ξέρω. Αλλά δεν μπορείς να μην αποδεχτείς πλέον ότι όσοι έρχονται στο Λας Βέγκας τώρα με 5 ή 6 χιλιάρικα θεωρούνται high rollers».
«Το ξέρω», του λέει ο Νικ, «ότι είναι παρελθόν είναι παρελθόν, νεκρή δράση. Το Λας Βέγκας χτίστηκε σε πολλά εκατομμύρια παίκτες που στοιχηματίζουν μερικά δολάρια και όχι σε μερικούς παίχτες που ποντάρουν ένα εκατομμύριο δολάρια».
«Ακριβώς», του λέει Ο Χάρρυ.
«Αλλά πάλι να ακούω αυτά τα λίγα…» Και τότε ο Νικ σταμάτησε .Η μισό αγριεμένη νοσταλγία που έζησε για λίγο στα μάτια του και στα λόγια του έφυγε μακριά όπως η σκόνη στην έρημο και αντικαταστάθηκε από την γνωστή διασκεδαστική λεπτή του ειρωνεία. Χαμογέλασε αυτάρεσκα με το πλατύ του χαμόγελο ,και στράβωσε λίγο το στόμα του καθώς έλεγε.
«Ξέρεις Χάρρυ έχουμε καταντήσει εμείς οι δύο σαν δύο γερασμένοι ξεκούτηδες».
Ο Χάρρυ του ανταπέδωσε την καυστική του διάθεση καθώς για μια στιγμή τα χρόνια έκαναν στην άκρη όταν θυμήθηκε την πρώτη φορά που συναντήθηκαν σε έναν εξαφανισμένο κόσμο από χαρούμενες ανοησίες και θαυμάσια δώρα εξ ουρανού, στον οποίο οι βασιλιάδες γινόντουσαν καμιά φορά υπηρέτες και οι υπηρέτες γινόντουσαν καμιά φορά βασιλιάδες εάν είχαν απλά και μόνο την ευστροφία και το νεύρο.
Ήταν η χρονιά του 1919 και ο κόσμος είχε κουραστεί από τον πόλεμο. Στο μικρό πριγκιπάτο του Μονακό, το Μόντε Κάρλο Καζίνο(ιδρύθηκε από την οικογένεια Francois Blank το 1863),απολάμβανε την πρώτη του ενεργή χρονιά μετά το 1914, και το International Sporting Club ( που δεν είχε μετακομίσει ακόμη στο δικό του παλάτι) γέμισε από ονόματα που άφησαν τα σημάδια τους στην σύγχρονη ιστορία.
Ο κόμης του Παρισιού διεκδικητής του Γαλλικού Θρόνου ήταν καλεσμένος ακριβώς στο απέναντι κτίριο. Οι μονάρχες της Ισπανίας και Δανίας έμεναν στο παλάτι των Γκριμάλντι, επίσης ο προσωρινά εκθρονισμένος Βασιλιάς της Ελλάδος Κωνσταντίνος επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινώς το καζίνο από την γειτονική του βίλα κοντά στην πόλη Νις. Υπήρχε επίσης και ένα Αμερικανικό στοιχείο με έναν Vanderbilt ή δύο και έναν Ρόκφελλερ.
Αλλά στο Hotel de Paris περισσότερο από το κουτσομπολιό του παρασκηνίου εστιαζόταν σε έναν λιγότερο γνωστό Αμερικανό, που τον θελαν να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, το όνομα του οποίου ήταν Νικόλαος Ανδρέας Δάνδολος. Δεν ήταν ακόμα διάσημος σαν Νικ δε Γκρηκ, αλλά ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος καθώς επισκεπτόταν το καζίνο κάθε βράδυ παρακολουθώντας την δράση, ενώ ρισκάριζε μόνο μερικές εκατοντάδες δολάρια.
Η φήμη του οφειλόταν στην δράση του στις κούρσες αλόγων στον Καναδά και στα υψηλού επιπέδου παιχνίδια στο Σικάγο και στην Νέα Υόρκη. Όλοι αναρωτιόντουσαν πότε θα αρχίσουν τα πυροτεχνήματα. Πέρασαν όμως μέρες και εβδομάδες χωρίς να υπάρχει καμία αλλαγή στην συμπεριφορά του Νικ.
«Ναι παιδιά ,η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν τα παιχνίδια που έπαιζα στην Αμερική και έχω μάθει με σκληρό τρόπο ότι μόνο ένας ανόητος μπαίνει χοντρά σε οτιδήποτε εκτός εάν έχει δει και μετρήσει όλες τις παραμέτρους του παιχνιδιού».
Ήταν νωρίς τον Μάιο όταν ο Νικ πήρε επιτέλους την απόφαση του. Η ρουλέτα ήταν και είναι ακόμη η μεγαλύτερη δράση στο Μόντε Κάρλο, και αυτό είχε αφήσει έξω τον Νικ. Είχε επιμελώς αποφύγει το παιχνίδι στην Αμερική και θα είχε φύγει από το Μονακό μέσα στα πρώτα λεπτά εάν δεν είχε παρατηρήσει μία βασική διαφορά στην ρουλέτα της Ευρώπης.
Στην Αμερική το 0 και το 00 δίνουν στο καζίνο ένα ποσοστό 5,4 τοις εκατό περίπου περισσότερο έναντι του παίκτη ενώ στην Ευρώπη υπάρχει μόνο ένα 0 συν κάποιοι επιπλέον κανόνες παιχνιδιού που δίνουν στο καζίνο μόνο ένα 1,3 τοις εκατό αβαντάζ έναντι του παίκτη όταν τα πονταρίσματα γίνονται στις απλές τύχες δηλ. μαύρο -κόκκινο κλπ.
«Πράγματι έτσι είναι ,υπολόγισα τις πιθανότητες ο ίδιος από μόνος μου για να βεβαιωθώ ότι είναι όντως έτσι και τότε αγόρασα ένα εισιτήριο για το πριβέ σαλόνι όπου υπήρχε διαθέσιμη η μεγαλύτερη δράση».
Ήταν η 9 Μαΐου, μία μέρα που οι υπεύθυνοι του καζίνου δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Εκείνη την ημέρα τίναξε την μπάνκα των 500.000 φράγκων(20.000δολ.) όχι μόνο μία φορά, αλλά τρεις φορές. Μετά από αυτό επέστρεψε για πέντε συνεχόμενες ημέρες για ένα τελικό νικηφόρο αποτέλεσμα των 320.000 δολαρίων.
Είναι ένα ρεκόρ που δεν έχει καταρριφτεί, ούτε και από τον Βρετανό τζογαδόρο Charles Wells που η καλή του τύχη ενέπνευσε το τραγούδι Ό άνθρωπος που τίναξε στον αέρα την μπάνκα του Μόντε Κάρλο.”
Την εποχή αυτή όπως είναι φυσικό η τύχη-φαινόμενο του Νικ δημοσιεύτηκε σε όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες ανά τον κόσμο. Δύσκολα άφηνε το ξενοδοχείο χωρίς να τον ακολουθούν ένα τσούρμο από περίεργους, μέχρι τυχοδιώκτες και δημοσιογράφους. Για να μπορεί να αποφύγει όλους αυτούς προσέλαβε για μία λίγο ως πολύ μόνιμη βάση έναν νεαρό γκρουμ του ξενοδοχείου ονόματι Ηρακλής Μαυροκορδάτος.
Αποφάσισε να τον προσλάβει όταν τον πέτυχε να διαβάζει στο διάλλειμα του μία ελληνική έκδοση του Πλάτωνα. Εκτός από προσωπικό του υπηρέτη για όλες τις δουλείες ,ανέθεσε στον Μικρό Χάρρυ όπως τον βάπτισε, να προστατεύει την προσωπική του ζωή από την δημοσιότητα μιας και διαδίδονταν ευρέως τα μεγάλα του κέρδη.
Σύντομα μια δευτέρα του Ιουνίου, ο Χάρρυ επανέλαβε στον Νικ κάτι που είχε ακούσει ενώ έπαιζε μικροποσά στο πόκερ με φίλους. Ο Σουλτάνος (μετέπειτα βασιλιάς) Φουάντ ο Α” της Αιγύπτου ήταν ένας πασάς με πάθος για τον τζόγο. Λόγω του ότι ανέμενε σημαντικά πράγματα στην Αίγυπτο συν το ότι ήτο νιόπαντρος, θα ήταν μεγάλη κουταμάρα για τον Σουλτάνο να παίξει τα αγαπημένα του τυχερά παιχνίδια δημόσια.
Έτσι λοιπόν ήταν βέβαιο ότι θα ακύρωνε το καθιερωμένο του κάθε χρόνο προσκύνημα στην Μέκκα του τζόγου Μόντε Κάρλο. Ο Σουλτάνος όμως αποφάσισε διαφορετικά. Ευρηματικός καθώς ήταν μεταμφιέστηκε σε έναν απλό ταξιδιώτη και χρησιμοποιώντας το όνομα Jamal Tewfik έφτασε μυστικά στην Γαλλία και έπιασε μάλιστα δουλειά στο ξενοδοχείο σαν γκρουμ!
Το σχέδιο του Σουλτάνου ήταν ιδιοφυές, ο Χάρρυ όμως εξήγησε στον Νικ ότι παρότι ο Σουλτάνος ήταν στο Μονακό δεν θα μπορούσε να πάρει μέρος στα παιχνίδια του καζίνο καθώς θα τον αναγνώριζαν αμέσως ,ιδίως μάλιστα αν έπαιζε χοντρά λεφτά ως συνήθως.
«Αλλά ένα ιδιωτικό παιχνίδι μαζί σου…», λέει στον Νικ ο Χάρρυ, αφήνοντας μισοτελειωμένη την φράση. Σύντομα άφησε το δωμάτιο του Νικ και με γρήγορο τέμπο ακολούθησε τις οδηγίες , ώστε να κανονιστεί ένα ραντεβού με τον Πασά. Το παιχνίδι παίχτηκε τρεις μέρες μετά σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο μέσα στα όρια του πριγκιπάτου, και ο μάνατζερ πληρώθηκε με 25.000 φράγκα (και με έναν υπαινιγμό για αμερικανούς γκάνγκστερ) ώστε να κρατήσει το στόμα και τις πόρτες του ξενοδοχείου κλειστές για όσο διάστημα θα ήταν εκεί οι δύο ενοικιαστές.
Ο Νικ έφτασε νωρίς μαζί με μία φωτογραφία του Σουλτάνου από έναν φίλο του και έχοντας όλο το κεφάλαιο στο οπλοστάσιο του. Ο Σουλτάνος μοιάζοντας αρκετά στην φωτογραφία και στις υποψίες του Νικ έφτασε στην ώρα του ανακοινώνοντας ότι η τύχη του Νικ έφτασε στο τέλος της. Όπως έλεγε θα άφηνε στον αντίπαλο του λεφτά που θα φτάναν ίσα ίσα για την κηδεία του.
Έτσι το παιχνίδι ξεκίνησε. Ο Νικ φοβόταν ότι ο Σουλτάνος θα διάλεγε ένα ανατολίτικο παιχνίδι στο όποιο θα είχε ένα καθαρό ντεζαβαντάζ, αλλά οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν όταν ο Σουλτάνος δήλωσε ευθαρσώς ως ένας μάστερ του αμερικάνικου παιχνιδιού στάντ πόκερ.
«Εντάξει του λέω ,φαίνεται ότι είμαστε σύμφωνοι, κόψε για να μοιράσουμε τα φύλλα». του είπε ο Νικ.
Και τα φύλλα μοιράστηκαν. Στις πρώτες 4 ώρες φαινόταν ότι ο Φουάντ έκανε καλή εντύπωση και οι καυχησιές του δεν ήταν αδικαιολόγητες, ήταν ένας δυνατός σκληρός παίκτης με περισσότερα λεφτά στην διάθεση του από ότι ο Νικ, ποντάριζε μεγάλα ποσά και φαινόταν να ξέρει πότε να κάνει πάσο και πότε να αυξήσει το στοίχημα.
Αλλά το σημείο που έγειρε την πλάστιγγα προς το μέρος του Νικ ήρθε όταν οι δύο μονομάχοι πόνταραν ένα ποτ σχετικά χαμηλά.
Ο Νικ έδειχνε 3 καρδιές πριν πέσει το πέμπτο και τελευταίο φύλλο, ενώ τα ορατά φύλλα του Σουλτάνου μπορούσαν να αποφέρουν κάτι από φουλ μέχρι καρέ του παπά.
Ο Νικ μπόρεσε να δει το πέμπτο του φύλλο μόνο για 700 δολάρια. Είδε το πέμπτο φύλλο και περίμενε ,ενώ ο Σουλτάνος χωρίς να βιάζεται έσπρωξε άλλα ΙΟΟΟδολ. στην μέση του τραπεζιού. Ο Νικ ανέβασε την δράση , πόνταρε άλλα 1.500. Ο Σουλτάνος κοίταξε επίμονα το χέρι του Νικ.
«Οι πιθανότητες για φλος σε μονομαχία και χωρίς μπαλαντέρ είναι μικρές» λέει του Νικ. «Αυτό είναι αλήθεια ,αλλά θα σου κοστίσει 1.500 για να το δεις» του απαντάει ο Νικ.
«Μπορώ καλύτερα από αυτό, άλλες 3.000». Ο Νικ χαμογέλασε μαλακά και αύξησε για άλλες πέντε χιλιάδες το στοίχημα (σημαντικό ποσοστό από τα εναπομείναντα του)..
Αυτό παραήταν για τον Αιγύπτιο. Πέταξε τα χαρτιά του μονολογώντας στα αραβικά φράσεις που ο Νικ ήταν χαρούμενος που δεν χρειαζόταν να μεταφράσει. Το κόλπο δεν είχε τελειώσει όμως ακόμη. Παίρνοντας τα λεφτά και τις κάρτες προς το μέρος του, ο Νικ κατάφερε να φανεί ότι ήταν απροσεξία, καθώς τα χαρτιά που κρατούσε αναποδογύρισαν και για ένα δευτερόλεπτο πριν τα ξαναμαζέψει φάνηκαν στα μάτια του Σουλτάνου.
Ήταν το τρία κούπα και ο άσσος καρό. Ο Νικ κέρδισε με ένα φλος που δεν υπήρχε. Αυτό ακολούθησε άλλον έναν μακρύ μονόλογο από τα χείλη του Σουλτάνου και φέρνοντας μαζί μία συμπεριφορά στο παιχνίδι στην οποία ήλπιζε ο Νικ. Από το σημείο αυτό και μετά, ο Φουάντ έδειξε μία αξιοσημείωτη προδιάθεση να βλέπει κάθε χέρι του Νικ. Τέτοιες ροπές τις πληρώνεις ακριβά.
Δύο μέρες μετά, Ο Σουλτάνος έχασε 700.000 δολάρια, και ο πρώην Jamal Tewhik προσπάθησε να πάρει δανεικά για το βασίλειο το ίδιο ώστε να συνεχίσει να παίζει. Ο Νικ δεν το σκέφτηκε ,αν και αργότερα έλεγε ότι ίσως έπρεπε να προχωρήσει στην συμφωνία μιας και ο Σουλτάνος έγινε βασιλιάς και ο γιός του ο Φαρούκ επίσης .
Μία εβδομάδα αργότερα ο Φουάντ επέστρεψε στην Αίγυπτο και ο Νικ μαζί με τον Μαυροκορδάτο μάζεψαν τα κέρδη τους και επέστρεψαν στην Αμερική όπου βυθίστηκαν πάλι στα μεγαλύτερα παιχνίδια της ανατολικής ακτής. Το γούστο του για δράση τον οδήγησε σε μία ασυνήθιστα ευρεία γκάμα γνωριμιών.
Στο Σικάγο έχασε τα μισά από τα λεφτά που είχε κερδίσει στο Μόντε Κάρλο μετά από δύο ημέρες συνεχές παιχνίδι ζαριών(στο πίσω μέρος ενός αστυνομικού τμήματος), όπου ανάμεσα στους αντιπάλους του ήταν ο εργολάβος του υπόγειου σιδηρόδρομου Σάμ Νόσσοφ και ένας ανερχόμενος νεαρός «νονός» του υπόκοσμου ο Ντάτς Σούλτζ.
{mosimage}Αυτός που φυλούσε την είσοδο και εγγυόταν το παιχνίδι ήταν ένας αστυνομικός διευθυντής. Κατόπιν αυτού ο Νικ τα κέρδισε όλα πίσω και με τόκο, παίζοντας σταντ πόκερ στο Σαρατόγκα με τον Ρέγκι Βάντερπιλντ και τον βιομήχανο Χένρυ Κλέυ Φρικ.
Στο Παλμ Μπητς της Φλόριδα κέρδισε άλλες 100.000 δολ. σε 12 ώρες draw poker όπου τα μοναδικά του χαρίσματα έπρεπε να δουλέψουν για πενταροδεκάρες απέναντι στα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής σκηνής και τον μεγιστάνα του ατσαλιού Έλμπερτ Χ. Γκάρυ. Μία εβδομάδα αργότερα ο Νικ έχασε 50.000 δολ. στο διάσημο καζίνο-ρουλέτα του Col. Edward R. Bradley το Beach club.Erai επιβεβαίωσε την αποστροφή για όλη του την ζωή στην αμερικανική ρουλέτα. Τα ξανακέρδισε πίσω την ίδια νύχτα σε ένα παιχνίδι Φάρο στο sawdust join του Μαϊάμι.
«Ήταν το μοναδικό χάρισμα του Νικ», είπε ο Col. Bradley σε κατοπινά χρόνια «να είναι ταυτόχρονα και συμπαθής και καλοδεχούμενος σαν μέλος οποιουδήποτε γκρουπ, οποιουδήποτε κοινωνικού στρώματος και αυτό αν αντιπροσώπευε. Ίσως να οφειλόταν κατά κάποιον τρόπο στις πολλές ξένες γλώσσες που γνώριζε, μπορούσε να προσαρμόσει την γλωσσική του συμπεριφορά ανάλογα της παρέας που συμμετείχε.
Π.χ θα μπορούσε να δει το χέρι του Λέγκς Ντάιαμοντ λέγοντας -Νομίζω ότι μπλοφάρεις πουτάνας γιε-. Εάν όμως ο μπλοφαδόρος ήταν ο Reggie Vanderbilt η έκφραση θα ήταν κάπως έτσι -Πιστεύω κύριε ότι προσπαθείτε να επωφεληθείτε της αθωότητας μου- Έχανε ή κέρδιζε ποτέ δεν εξέπληξε με παράφωνη νότα».
Το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου έφερε ριζικές αλλαγές στην νοοτροπία των Αμερικανών Πολιτών. Αυτοί που πριν δέκα χρόνια, εμπνευσμένοι από το ευαγγέλιο καταδίκαζαν τον τζόγο στα φτηνά σαλούν και στις μεγάλες λέσχες, αντέδρασαν στις κάθε λογής απαγορεύσεις που επέβαλε η κυβέρνηση ενόσω τα ηρωικά νιάτα ήταν έξω στον πόλεμο.
Άρχισαν να παίζουν πόκερ τα απογεύματα στα πίσω δωμάτια κάθε γειτονιάς και φυσικά σε κάθε παράνομη λέσχη μικρή ή μεγάλη. Αυτοί που απείχαν από το πόκερ δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια. Στοιχημάτιζαν (περισσότερα από ότι θα ρισκάριζαν στο πόκερ ή στα ζάρια) στον απέραντο μπλε ουρανό των άλλων παραπλήσιων μορφών τζόγου ,όπως του χρηματιστηρίου , των ακινήτων και στην ανάδειξη νέων εμπορεύσιμων αγαθών. Το χρήμα ήταν εύκολο, η ραγδαία οικονομική άνοδος δεν θα τελείωνε ποτέ και οι νόμοι υπήρχαν για να παραβιάζονται.
Οι ιστορίες των παιχνιδιών του Νικ με μεγάλα ποσά είτε χαμένα είτε κερδισμένα τον έκαναν τον αγαπημένο της κοινωνίας, της υψηλής και της κατώτερης…