Αυτό είναι αλήθεια. Στην Νέα Υόρκη, σε μία περίπτωση, ο Νικ άφησε 100.000 δολάρια μετρητά στην τσέπη ενός παλτού το οποίο κρέμασε δίπλα σε δεκάδες άλλα παλτά στην είσοδο ενός υπόγειου χώρου όπου παίζαν ζάρια. Καθώς το θυμήθηκε μετά από κάποιες ώρες βγήκε τεμπέλικα έξω και βρήκε το παλτό με τα λεφτά μέσα.
» Οι πιθανότητες ήταν μία στις τριάντα να ήταν το παλτό εκεί» είπε. Όταν τα νέα από αυτή την επανάκτηση κυκλοφόρησαν στο Μπρόντγουαίη, είχε πέσει μία μελαγχολία σε όλο το σινάφι των παικτών. Ακόμα και ο Νικ, που έπρεπε να δώσει τις 100.000 δολάρια στον Άρνολντ Ρόθστάιν για να πληρώσει ένα παικτικό χρέος, ένοιωσε μάλλον άσχημα για αυτό.
» Ήταν μία τρομερή ευκαιρία για αυτά τα παιδιά που δούλευαν εκεί την οποία και χάσανε » είπε. Σε άλλες περιπτώσεις άφησε 90.000 δολάρια σε ένα κοστούμι που έστειλε έξω για καθάρισμα, 40.000 δολάρια στην επάνω δεξιά τσέπη ενός γιλέκου που πήγε σε έναν ράφτη , και 80.000 δολάρια σε μία κορδέλα ενός καπέλου που άφησε σε ένα ρεστοράν. Επανέκτησε όλα αυτά τα χρήματα. »
«Από τότε που για πρώτη φορά επινοήθηκε» λέει ο Νικ, «το χρήμα έχει γίνει ένα υποκατάστατο για τα πάντα, ακόμα και για τον χαρακτήρα. Λυπάμαι που πρέπει να το χρησιμοποιούμε για τζόγο. Έχει δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από ότι τα ρολόγια».
Ο Νικ είναι ενάντια στην κατανομή της ώρας. Δεν τον ενδιαφέρει τι ώρα είναι. Τρώει όταν πεινάει και αποτραβιέται ή σηκώνεται οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Σπάνια κοιμάται πάνω από 4 ώρες κάθε φορά, και δεν μπορεί να λεχθεί ότι είχε μία μέρα από αυτές που ζει για το περισσότερο μέρος της ζωής του ο μέσος, συνηθισμένος άνθρωπος. Οι συνηθισμένες του μέρες έχουν διάρκεια από δύο μέχρι οχτώ μέρες.
Ένα από τα 24ωρα του Νικ μπορεί να παρατεθεί σαν ιστόρηση. Αυτή η περίοδος άρχισε στις 11 το πρωί στο Λας Βέγκας, καθώς εγέρθηκε από το κρεβάτι του, κοίταξε έξω από το παράθυρο στην κορωμένη ζέστη της ερήμου, κάλεσε την υπηρεσία δωματίου ζητώντας αρκετό χυμό πορτοκαλιού και καφέ, έκανε ένα μπάνιο, κάθισε να πιεί τον χυμό του και τον καφέ, ντύθηκε , έκανε ένα τηλεφώνημα , και έριξε μία κλεφτή ματιά στο χολ έξω από το δωμάτιο του, για να δει πόσοι πιστοί αναζητητές του ή άνθρωποι με επιχειρηματικές προτάσεις τον περίμεναν.
Ήταν μόνο ένας άντρας , ένας εφευρέτης. Ήθελε από τον Νικ να επενδύσει τριάντα εκατομμύρια δολάρια σε μία μηχανή που θα έπαυε κάθε πόλεμο καθώς θα παρέλυε τα μηχανολογικά κέντρα στα ανθρώπινα μυαλά από εδώ έως το Όμσκ της Ρωσίας. Καθώς ο Νικ μιλούσε με τον εφευρέτη , ένα όμορφο νεαρό ξανθό κορίτσι έφτασε με ένα ανοιχτό αυτοκίνητο. Ο Νικ πετάχτηκε ταχύτατα έξω μαζί της για να οδηγηθεί στο ξενοδοχείο Φλαμίνγκο. Βγήκε έξω από τα αμάξι και οδηγήθηκε στο λόμπυ του ξενοδοχείου.
Στο λόμπυ λοιπόν παρουσιάστηκε μπροστά σε μία πελώρια , με κόκκινο πρόσωπο ,γεροδεμένη γυναίκα με βαμβακερές κάλτσες που τον γράπωσε με τα δύο χέρια κοιτώντας τον επίμονα με ένα διαπεραστικό βλέμμα στα μάτια. Αυτή η γυναίκα ήταν εκπρόσωπος μίας ευαγγελικής σέκτας και περίμενε ώρες για αυτόν. Ήθελε να αρχίσει μία περιοδεία μαζί του από άκρη εις άκρη της χώρας εκφωνώντας λόγους κατά του τζόγου. Ήταν πιθανώς αυτή η γυναίκα ο λόγος που άρχισε η μέρα στραβά.
Σε κάθε περίπτωση ο Νικ έπεσε επάνω στον Γκας Γκρήνμπαουμ στο Φλαμίνγκο καζίνο.Ο κύριος Γκρήνμπαουμ δεν είναι μόνο ιδιοκτήτης ενός μέρους αυτού του συγκροτήματος αλλά και ένας από τους λίγους εναπομείναντες υψηλής κλάσης μεγαλοτζογαδόρους της χρυσής εποχής του τζόγου που τελείωσε με το μεγάλο κραχ το 1929.
Ο Νικ και ο Γκας άρχισαν να παίζουν το παλιό τουρκικό παιχνίδι γνωστό ως μπαρμπούτι. Στις 9 το βράδυ ο Νικ έχασε 112.000 δολάρια και έπρεπε να παλέψει με ένα πλήθος ενοχλητικών θεατών ώστε να συνεχίσει το παιχνίδι με κάποια ευρυχωρία γύρω του. Το παιχνίδι διεκόπη. Καθώς περίμενε το ξανθό κορίτσι να καταφθάσει με το ανοιχτό αυτοκίνητο, έλαβε ένα τηλεφώνημα από το Τέξας. Ήταν από τον Μπλόντυ Χάλλ, έναν φίλο από τις επιχειρήσεις πετρελαίου.
Ο Χάλλ του είπε ότι ήταν αισθητά ανήσυχος. Ζήτησε από τον Νικ να του στείλει ένα μικροποσό των 10,000δολ. » Βρίσκομαι σε δράση » του διαμαρτυρήθηκε ο Νικ ψηλαφώντας τις τσέπες του. » Είμαι ταπί » Ο Χάλλ του προτείνει να το παίξουν κορώνα γράμματα και διαλέγει κορώνα. Ο Νικ ρίχνει το νόμισμα και του λέει «κέρδισες , θα σου στείλω ένα τσεκ, εντάξει Μπλόντυ ήταν ωραία που μίλησα μαζί σου».
Μετά από μερικά λεπτά ήρθε η ξανθιά και τον οδήγησε με το αυτοκίνητο στο κέντρο της πόλης στο Λας Βέγκας Κλαμπ. Στο δρόμο έφαγε ένα σάντουιτς με κοτόπουλο και ήπιε καφέ. Στο κλαμπ αυτό έχασε άλλες 96 χιλ. δολάρια στο τακτικό παιχνίδι ζαριών που διεξαγόταν κάθε βράδυ και καθώς έκανε προς τα πίσω για να πάρει μία ανάσα στραβοπάτησε σε ένα προστατευτικό σχοινί και πέφτοντας έσπασε το χέρι του. Σε αυτό το σημείο η αυτοκυριαρχία του Νικ ταράχτηκε κάπως. Έπρεπε να διακόψει την δράση για να πάει στο νοσοκομείο του Λας Βέγκας και να του περιποιηθούν το χέρι.
Αφού έγινε αυτό απαλλάχτηκε από τους γιατρούς που ήθελαν να τον βάλουν στο κρεβάτι και ξαναγύρισε στο Λας Βέγκας Κλαμπ όπου συνέχισε να παίζει ζάρια για πέντε ακόμη ώρες κερδίζοντας πίσω 60.000 δολάρια.( Συνήθως παίζει με πίστωση. Στο τέλος αυτής της δράσης χρωστούσε στο Κλαμπ 36.000 δολάρια ,τα οποία και πλήρωσε στον συμφωνηθέντα χρόνο). Με την ανατολή του ήλιου , κάλεσε την κοπέλα που τον οδήγησε στο Καζίνο Λαστ Φροντίερ. Στον δρόμο η κοπέλα παρατήρησε ότι φαινόταν κάπως χλωμός και τον συμβούλεψε να ξεκουραστεί.
Συμφώνησε. Αφού αυτή έφυγε κάθισε σε μια υπαίθρια καρέκλα του ξενοδοχείου για 13 λεπτά αφήνοντας να τον δει ο ήλιος που μόλις είχε ανατείλει. Νοιώθοντας πολύ ανανεωμένος , είδε την ευχάριστη όψη των πραγμάτων , κάλεσε ένα ταξί και επέστρεψε στο Φλαμίνγκο με την ελπίδα να ήταν ακόμη εκεί ο Γκας Γκρήνμπαουμ. Πράγματι ήταν. Έπαιξαν το γνήσιο αμερικάνικο παιχνίδι των ζαριών μέχρι τις 10:30 ερχόμενοι ισόπαλοι. Στις 10:45 ο Γκας άρχισε να χασμουριέται και να δυσανασχετεί επειδή ένοιωθε κουρασμένος.
Ο Νικ του πρότεινε το φάρμακο Μπέντζεντριν που φέρνει ευφορία, αλλά ο Γκρήνμπαουμ πίστευε ότι η έλλειψη ύπνου ήταν ή βάση του προβλήματος του. Μουρμουρίζοντας για την σωματική αδυναμία των ανθρώπων , ο Νικ ξαναγύρισε στο Λαστ Φροντίερ και ετοιμάστηκε να πέσει για ύπνο. Καθώς ήταν στο πόδι μόνο 24 ώρες , προσπάθησε παρόλα αυτά να κοιμηθεί καθώς τα μάτια του δεν έλεγαν να κλείσουν. » Τελικά έπρεπε να προσφύγω στη χημεία» θυμόταν με απέχθεια.
«Πήρα ένα χάπι για να τον ύπνο ώστε να μπορέσω να κοιμηθώ. Δεν μπορούσα να έχω και άλλο χρόνο σε δράση, ώστε να δημιουργήσω μία φυσική κόπωση». Όταν ο Νικ ρίχνεται στην δράση ο αέρας του είναι σαν ενός διευθυντικού στελέχους που ξεκινάει την εργασία του στο γραφείο. Μπορεί να ανταλλάξει μερικά χαριτολογήματα με τον ντήλερ αλλά ένα νεύμα συνήθως είναι αρκετό. Όταν παίρνει θέση σε ένα τραπέζι των ζαριών ή του Φάρο συνήθως μένει εκεί , αρνούμενος να διακόψει το παιχνίδι για φαγητό ή άλλες ανάγκες. Μία του πρακτική που έδωσε έξαρση στην πίστη ότι δεν έχει νεφρά.
Η ικανότητα του να αυξάνει την επαγρύπνηση του , αλλά και να στέκεται με σιγουριά στα πόδια του , συντηρούμενος μόνο με χυμό πορτοκαλιού , γάλα και με κανένα σάντουιτς με κοτόπουλο πότε πότε, καπνίζοντας πολλά πούρα για τέσσερις μέρες και νύχτες παιχνιδιού χωρίς διακοπή είναι ένα συνεχιζόμενο θαύμα για τους φίλους του. Βλέπουνε σε όλους του ανθρώπους λίγο ή πολύ να ρυθμίζονται εσωτερικά από το ίδιο βασικό κομμάτι ενός μηχανισμού.
Ο Νικ πάντως παραμένει για αυτούς ένα φαινόμενο, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία ο σφυγμός του είναι 68 , η πίεση του αίματος φυσιολογική και ο γενικός τόνος του κορμιού του ενός σαραντάρη.
Αυτόν τον τόνο ο ίδιος τον αποδίδει στην νοητική ηρεμία και άσκηση από την οποία έχει μία πληθώρα μεγάλων μοναχικών περιπάτων μετά τα μεσάνυχτα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΕΝΑ ΜΑΛΛΟΝ ΑΝΟΗΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ
There’s no road back to childhood, but What fool would care to go?
There is no joy in playing games Whose final score we know.
Nicholaos Dandolos
«Συναντούσα τον Νικ μόνο τυχαία», λέει ο Groucho Marx, ένας από τους αδελφούς Μαρξ που έπαιξαν μαζί σε πολλές πετυχημένες ταινίες του Χόλλυγουντ.» Δεν ανακατεύθηκα ποτέ με τον τζόγο εκτός από το χρηματιστήριο στο οποίο έβγαινα χαμένος. Ο αδελφός μου Chico που είχε τα ίδια χούγια με τον τζόγο όπως ο Νικ, ήταν φυσιολογικό να είναι ένας από τους καλούς του φίλους. Μία μέρα ο Chico μου πρότεινε να πάμε σε έναν αγώνα μπέιζμπολ στο Σικάγο μαζί με τον Νικ.
Πίστευε ότι θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να τον γνωρίσω. Πριν το καταλάβω στοιχημάτισα με τον Νικ 100 δολ. στον αγώνα. Δεν είχα ξαναποντάρει πάνω από 5 δολάρια προηγουμένως στην ζωή μου, αλλά ο Νικ ήταν τόσο πειστικός ώστε τελικά να ποντάρω τα εκατό. Στοιχημάτισα για τους Chicago Cubs, ο Νικ για τους Dodgers. Το παιχνίδι είχε σχεδόν τελειώσει και η ομάδα μου ήταν μπροστά ,αλλά υπήρχαν κάποιες τεχνικές διαφορές που έπρεπε να λύσουν οι διαιτητές σύμφωνα με τους κανονισμούς. Μία μικρή αναταραχή επακολούθησε και οι διαιτητές κατοχύρωσαν το παιχνίδι στους Dodgers. Πλησίασα τον Νικ και του πρόσφερα τα 100 δολάρια.
Αρνήθηκε τα χρήματα λέγοντας ότι η ομάδα μου έχασε από κάποιες τεχνικές παρεμβάσεις και ότι στην ουσία κέρδισα. Δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να με παρασύρει η ευγένεια του και επέμενα να πάρει τα λεφτά. Αυτός όμως αρνιόταν κατηγορηματικά. Αυτά ήταν όλα όσα έζησα με τον Νικ αλλά ήταν ενδεικτικά το τι είδους ανθρώπου ήταν ο Νικ. Ήταν από σπάνια ράτσα, ένας τζέντλεμαν και τζογαδόρος, αλλά όπως παρατηρήσατε έβαλα το τζέντλεμαν πρώτο.
Αυτός ήταν τρόπος που ήταν σε όλη του τη ζωή. Κέρδισε εκατομμύρια και έχασε εκατομμύρια , αλλά ποτέ δεν παρέκκλινε από τον κώδικα του ήθους. Ήταν στα αλήθεια ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές, δυστυχώς όμως τον γνώρισα μόνο σε εκείνο τον αγώνα μπέιζμπολ στο Σικάγο».
Ποίημα του Νικ με τον τίτλο AMBITION
I was born with a caul, And they told me:
“You Will have second sight!” But that wasn’t true
I can never guess What tomorrow brings. I don’t
hear the song That the mermaid sings_
I don’t care. For I find Its enough for me
Joust once in a while To believe I see
Past the dealers guard … That Next Card
« Η μόνη διαφορά μεταξύ ενός κερδισμένου και ενός χαμένου» είπε ο Νικ δε Γκρηκ «είναι ο χαρακτήρας. Φυσικά αυτή είναι και η μόνη διαφορά που πραγματικά μπορείς να βρεις μεταξύ των ανθρώπων ούτως ή αλλιώς. Αλλά αυτό που ο άνθρωπος είναι πραγματικά, και αυτό το οποίο σκέφτεται για τον εαυτό του, φαίνεται να βγαίνει προς τα έξω πιο γρήγορα στο τραπέζι του τζόγου από ότι οπουδήποτε αλλού.
Ακόμη και εάν έχει ένα μεγάλο ποσό με μάρκες μπροστά του, μπορείς να διακρίνεις έναν ανήκει στους χαμένους από την στιγμή που θα τον δεις και θα τον ακούσεις. Και μπορείς να προβλέψεις σχεδόν οτιδήποτε θα κάνει μέχρι την στιγμή που θα βγει έξω από την πόρτα με άδειες τσέπες».
Καθώς ο Νικ περίμενε να ανοίξει το παιχνίδι Φάρο στο καζίνο Στάρνταστ συνέχισε «Κατά κάποιο τρόπο είναι δυστύχημα το ότι πρέπει να παίζουμε με λεφτά για να κάνουμε αυτά τα παιχνίδια πιο ενδιαφέροντα. Είναι απλώς ένας τρόπος ώστε να κρατήσουμε το σκορ. Δεν είναι κάτι το αληθινό, ούτε κάτι με ενύπαρκτη αξία. Το χρήμα δεν είναι ένα αγαθό από μόνο του. Συχνά , μα πολύ συχνά, πίστεψε με, το χρήμα χρησιμοποιείται σαν δεκανίκι. Σαν ένα βάλσαμο για το πληγωμένο εγώ. Ως όπλο για ανθρώπους με κακοπροαίρετη φύση.
Ένα υποκατάστατο για τον χαρακτήρα στο άτομο. Αυτό είναι κρίμα όπως είπα. Και ακόμη περισσότερο επειδή οδηγεί σε μία παραπλανητική γραμμή όσον αφορά τις σκέψεις για τα χρήματα. Και το χειρότερο από όλα ενθαρρύνει τους κουτούς και τους αμαθείς να κοιτάζουν πάνω στο χρήμα σαν αυτό να είναι το τέλος το ίδιο, που έχει σαν συνέπεια να επιτρέπουν στο χρήμα να τους ελέγχει. Τέτοιοι τρόποι ενέργειας, ακολουθούμενες μέχρι το αναπόφευκτο τους τέλος, μπορούν μόνο να έχουν σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό του ατόμου και το φτώχεμα μίας ολόκληρης κοινωνίας. Τέτοια φιλοσοφικά συμπεράσματα που βγαίνουν από την εξέταση να θεωρείται το χρήμα σαν το τέλος καθαυτό, είναι πιθανόν να έχουν και ένα άλλο παράπλευρο αποτέλεσμα που οδηγεί στο πτωχοκομείο.
Για να ασκήσει τους μπροστινούς λοβούς του εγκεφάλου του , ο Νικ παίζει για ένα καλό χρονικό διάστημα την μπάνκα στο παιχνίδι Φάρο, ένα υπερβολικά περίπλοκο παιχνίδι στο οποίο οι παίκτες ποντάρουν εναντίον της μπάνκας στο γύρισμα κάθε φύλλου. Αποφεύγει την ρουλέτα και το Μπλακτζακ επί της βάσης ότι το μαθηματικό πλεονέκτημα του καζίνο είναι πολύ μεγάλο στα παιχνίδια αυτά (δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη το βιβλίο Beat the dealer). Όσο για τα παιχνίδια των μηχανών Σλοτς τα θεωρεί απλώς ως ένα ακόμη φόρτο στην ατελεσφορία.
«Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα καζίνο » λέει ο Νικ » ξέρω ότι κάποια στιγμή θα ακούσω κάποιον παίκτη να δηλώνει ότι δεν θέλει να κερδίσει πολλά – μόνο μερικά εκατοδόλαρα για να καλύψει κάτι έξοδα. Δεν είναι τρομακτικό αυτό; Με μία τέτοια διάθεση, πως κάποιος άνθρωπος θα μπορούσε να έχει την οποιαδήποτε ελπίδα να κερδίσει παραπάνω από 5 δολάρια; Και μετά πάλι το ψεύτικο χιούμορ του παίκτη που διακηρύσσει ότι ήρθε μόνο και μόνο για την διασκέδαση, ότι το μόνο που θέλει είναι να ρθει στα ίσια.
Ένα παράξενο είδος σκέψης, πρέπει να παραδεχτούμε. Εξάλλου ο φτωχός μας φίλος ήταν ήδη στα λεφτά του όταν μπήκε από την πόρτα. Αν αυτό είναι όλο το οποίο θέλει ποιος ο λόγος εξαρχής να τζογάρει; Παρόλα αυτά καταλαβαίνω πολύ καλά τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Είναι ένα κοινό κουσούρι, και δεν εννοώ καθόλου ότι περιορίζεται μόνο σε αυτούς που έρχονται στα τραπέζια του καζίνο. Θα βρεις ανθρώπους να κάνουν ακριβώς τα ίδια , χρησιμοποιώντας σχεδόν τα ίδια λόγια ,σε κάθε ασχολία όπου καταβάλλεται προσπάθεια».
Το παιχνίδι που έλκει περισσότερο τον Νικ είναι τα ζάρια. Όταν παίρνει την θέση του για ένα βράδυ με τα ζάρια, ξεκινά με το να ρωτά ποιος είναι ο υπεύθυνος για το παιχνίδι, ώστε να αυξήσει το όριο του Λας Βέγκας από τα 200 δολ. την ζαριά στα 400δολ. Εάν το καζίνο συμφωνήσει τότε ποντάρει απαραίτητα 400δολ. στην γραμμή don’t pass και καλύπτει το στοίχημα ποντάροντας άλλα 400 σε πιθανότητες. Ποντάρει στην γραμμή don’t pass γιατί ξέρει ότι το καζίνο έχει ένα μαθηματικό πλεονέκτημα έναντι του παίκτη 1.39 τοις εκατό.
Εάν ποντάρει όμως στην γραμμή pass το καζίνο έχει πλεονέκτημα 1.40 τοις εκατό. Δηλαδή μόλις ένα κλάσμα χωρίζει τα δύο στοιχήματα, αλλά θα ήταν αδικαιολόγητο για τον τρόπο σκέψης του Νικ να ποντάρει στην γραμμή pass. Ποντάρει και στις πιθανότητες γιατί τότε ήταν ακόμη πενήντα – πενήντα περίπου(σήμερα δεν είναι πλέον). Καθώς ζεσταίνεται στο παιχνίδι , εξετάζει προσεχτικά ένα πούρο.
Το μυαλό του δεν είναι στο γρήγορο ξεσήκωμα της μπάνκας, αλλά σε μία ελκτική ισχύ σε βάθος χρόνου, και καθώς σκέφτεται το όριο των 400 δολαρίων, αφήνει να περάσει η σειρά του χωρίς να ρίξει τα ζάρια, ξεκουράζει το σαγόνι στο χέρι του και κλείνει τα μάτια καθώς κυλούν τα ζάρια, ακολουθώντας την δράση με τα αυτιά και μία έξτρα αίσθηση την οποία ισχυρίζεται ότι έχει.
«Εάν ο Νικ είχε 800 δολάρια μέσα και εγώ τα έβλεπα κάνοντας λάθος παιχνίδι, θα το καταλάβαινε ακόμη και αν ήταν στο αποχωρητήριο» λέει με μία δόση υπερβολής ένας παίκτης του παλιού καλού καιρού στο Ελ Ράντσο Βέγκας. Εάν ο Νικ κερδίζει και παίζει με τα λεφτά του καζίνο, τότε πιέζει τα όρια, αλλά εάν χάνει νωρίς τότε μπορεί να μειώσει τα στοιχήματα του μέχρι η τύχη του αλλάξει, αν και αρνείται κάθε πίστη στην τύχη. » Τα ζάρια δεν ξέρουν ποιος τα ρίχνει » λέει ο Νικ.
«Ο παίκτης που ξεκαρδίζεται στα γέλια, όταν χάνει και το τελευταίο του δολάριο, και συνεχίζει να βρίσκεται στο χώρο ώστε να ξαναγελάσει το ίδιο δυνατά όταν χάνει κάποιος άλλος.(Φυσικά ένας τέτοιος παίκτης θα πληγωθεί ο ίδιος του έτσι και αλλιώς). Ο παίκτης που φέρνει αναστάτωση στο τραπέζι του όταν εύχεται φωνάζοντας στα ζάρια ή στα χαρτιά “ Δώσε μου ένα ακόμη έξι μόνο ένα, “είναι όλο ότι ζητάω” κάνει το ίδιο πράγμα.
Αυτός που νομίζει πως πρέπει να κάνει τον κωμικό ,ενώ τα καζίνο πληρώνουν πολλά λεφτά σε κωμικούς και άλλους για τα σόου τους, αλλά αυτός πρέπει να δώσει την δική του παράσταση. Ο παίκτης που έχει φτάσει στο κόκκινο και το δείχνει σε όλους, και πληροφορεί τον κόσμο για το πόσο κορόιδο είναι κάποιος που παίζει στο καζίνο, ενώ στο μεταξύ συνεισφέρει όλα του λεφτά στο ταμείο του καζίνου. Αυτός που δεν μπορεί να κλείσει το στόμα του για το τι ιδιοφυία είναι ενόσω κερδίζει. Θέλει να πει σε όλους στο τραπέζι πώς να παίζουν, και θέλει να πει στους υπεύθυνους του καζίνο πόσο έξυπνος είναι που τους νικά (Κάποιοι αυτού του είδους δεν μπορούν να σωπάσουν ακόμη και αν τα έχουν χάσει όλα).
Όλοι αυτοί οι απαράδεκτοι άνθρωποι δεν βαραίνουν μόνο σαλόνια των παιχνιδιών. Κοιτάξετε γύρω σας ,καθημερινά. Όλοι τους είναι παρόν, κάνοντας ακριβώς τα ίδια σε ελαφρά διαφορετική μορφή, σε κάθε στρώμα της κοινωνίας και σε κάθε τμήμα της ανθρώπινης δραστηριότητας . Όλοι τους μοιράζονται έναν κοινό σκοπό και έχουν ένα κοινό ελάττωμα. Πιστεύουν ότι το χρήμα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα όργανο μέτρησης του σκορ. Και δίνουν στον εαυτό τους δικαιολογίες ώστε να το χάσουν. Φυσικά οι χαμένοι στον τζόγο θα είναι πάντοτε η πλειοψηφία, είναι η πλειοψηφία παντού.
Πάντως, όπως στις επιχειρήσεις ή στις προσωπικές σχέσεις ή σε οτιδήποτε άλλο, το γεγονός ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον τους σε ότι και αν κάνουν , έχει να κάνει λίγο έως καθόλου για τον λόγο που τους κάνει να είναι οι χαμένοι. Το σημαντικό είναι το εξής: Το καζίνο δεν κερδίζει τον παίκτη, περισσότερο του δίνει την δυνατότητα να νικήσει τον εαυτό του ο ίδιος.
Οι νικητές είναι σε έναν εντελώς διαφορετικό συλλογισμό. Δεν δίνουν στον εαυτό τους δικαιολογίες. Όταν δεις κάποιον να μπαίνει στο καζίνο με έναν αέρα μετρημένης αυτοπεποίθησης, να αγοράζει έναν συγκεκριμένο αριθμό μαρκών-χωρίς να ρωτήσει αν θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει ένα τσεκ αργότερα εάν παραστεί η ανάγκη- προχωρήσει κατόπιν κατευθείαν σε ένα παιχνίδι και τσεκάρει την τύχη του με μικρά ποσά μέχρι να ανακαλύψει πως τα πάει, τότε πρόσεξε τον.
Μπορείς να βάλεις στοίχημα ότι θα τον παρακολουθήσουν ένας ένας οι υπεύθυνοι του καζίνο πριν τελειώσει η νύχτα. Αυτός θα παίξει τα δύο τρία παιχνίδια στα οποία οι πιθανότητες εναντίον του είναι οι μικρότερες, και θα ποντάρει σε εκείνα τα κομμάτια του παιχνιδιού όπου χρειάζεται περισσότερο νοημοσύνη. Δεν θα δείξει καμία βιασύνη , γιατί δεν θα μαντεύει. Θα ξέρει το παιχνίδι και πως παίζεται πριν ρισκάρει την πρώτη του μάρκα. Και εάν κερδίσει θα μεγαλώσει το στοίχημα του ,αξιοποιώντας στο έπακρο την τύχη του. Και εάν χάνει θα παίξει συντηρητικά αποφεύγοντας το λούκι. Εάν χάσει τα λεφτά με το οποία μπήκε στο παιχνίδι θα φύγει.
Αλλά για όσο κερδίζει, πρέπει να κλείσεις το τραπέζι ή να βάλεις φωτιά στο καζίνο για να τον κάνεις να φύγει. Αφήνει την τύχη του να τον διώξει, ποτέ δεν διώχνει την τύχη του. Φυσικά αυτός ο παίχτης έχει πολύ λίγο χρόνο για ψιλή ή πολύ κουβέντα, ή κωμωδία ή κραυγές θριάμβου ή κλάματα ή οποιουσδήποτε περισπασμούς που δεν σε αφήνουν να συγκεντρωθείς στο παιχνίδι. Τα ποτά που του προσφέρονται τα αγνοεί εκτός αν πάρει μόνο ένα μερικά λεπτά πριν είναι έτοιμος να φύγει ή να πάρει κάποια αναπνοή.
Το φαγητό απορρίπτεται επίσης. Το πολύ φαί είναι υπναγωγό και το τελευταίο πράγμα που θέλει ένας που κερδίζει είναι η υπνηλία. Δύο ώρες διαρκούς παιχνιδιού σε οποιοδήποτε τραπέζι είναι αρκετό για να σκοτώσει την αυτοσυγκέντρωση. Έχεις πολύ χρόνο να φας και να πιεις αφού τελειώσεις ,πληρώνοντας με τα λεφτά που κέρδισες από το καζίνο.
Ο Νικ θεωρεί το όριο των 400 δολ. στα ζάρια σαν ένα προοίμιο για δράση φυσικά. Καθώς παίζει κάποιοι άνθρωποι των πετρελαίων ή επαγγελματίες παίκτες που παίζουν μεγάλα ποσά , κάνουν εξωτερικά στοιχήματα με τον Νικ ,που μερικές φορές φτάνουν σε ενδιαφέροντα νούμερα όπως ένα στοίχημα 5.000 δολαρίων στην γραμμή pass εμφανίζεται κάθε τόσο. Κάποια από αυτά τα παιχνίδια τα τόσο συναρπαστικά στους θεατές οι οποίοι μόνο παρακολουθούν και γίνονται ενοχλητικοί στο τέλος, προσθέτουν κάτι στην φήμη του Νικ αλλά και στην αμηχανία του.
Παρόλο που του αρέσουν τα ζάρια, η ιδιοφυία του Νικ βρίσκεται στα χαρτιά. Είναι πιθανώς ο μεγαλύτερος παίκτης του σταντ πόκερ (το δημοφιλέστερο παιχνίδι μέχρι τέλη της δεκαετίας του 1950) που έχει ζήσει ποτέ. Το 1954 καταγράφτηκε ότι έχει κερδίσει 6,4 εκατομμύρια καθαρά μόνο από το σταντ πόκερ. Το παιχνίδι αυτό είναι ένα σχετικά ανοικτό παιχνίδι καθώς μία κάρτα μοιράζεται κλειστή και οι άλλες τέσσερις ανοιχτές. Ο κάθε παίκτης στέκεται γυμνός απέναντι στον άλλο κάνοντας την άσκηση του θάρρους, της ευφυΐας και της διαίσθησης να μετράει πάρα πολύ, αντίθετα από τα περισσότερα άλλα παιχνίδια όπου η δράση είναι μηχανική και τα στοιχήματα εναντίον του καζίνου.
Ο Νικ διακρίνεται τόσο πολύ στο σταντ πόκερ γιατί μπορεί θαυμάσια να μαντέψει τα χαρτιά των αντιπάλων του με μία γρήγορη ματιά γύρω του, επειδή μπορεί να διαβάσει την αυτοπεποίθηση, την αμφιβολία ή τον φόβο στο τρεμοπαίξιμο των βλεφάρων ενός μπλοφατζή και επειδή όντως πραγματικά δεν φοβάται να ακολουθήσει ένα του προαίσθημα ρισκάροντας μέχρι και την τελευταία του δεκάρα.
«Κάθε φορά που πηγαίνανε τέσσερις ή πέντε παίκτες ένα κόλπο μέχρι το τέλος ο Νικ δε Γκρηκ ήταν φαβορί οκτώ προς πέντε να κερδίσει, τόσο καλός ήταν (αναφερόταν τότε στο limit poker το οποίο έπαιζε ο Νικ μερικούς μήνες, όπου και τα showdown είναι με περισσότερους παίκτες)», έλεγε ο Hubert Cokes το 1921 την περίοδο της μεγάλης ακμής του Νικ. Ο Cokes ήταν τζογαδόρος ο ίδιος ,κυρίως στο μπιλιάρδο, και στενός φίλος του μεγαλοτζογαδόρου Titanic Thompson .
Ο τελευταίος γνωρίστηκε την περίοδο αυτή με τον Νικ και παίζαν για πολλούς μήνες στα ίδια μεγάλα παιχνίδια. Μια βραδυά που ο Νικ είχε χάσει πενήντα χιλιάδες δολάρια τον είδαν να χορεύει χαρούμενος με μία κοπέλα σε ένα αριστοκρατικό κλαμπ. «Μα έχασες 50χιλ. πριν από λίγο, πως μπορείς και διασκεδάζεις σαν να μην συνέβη τίποτα » του λέγαν. » Το επόμενο καλύτερο πράγμα από το να παίζεις και να κερδίζεις είναι το να παίζεις και να χάνεις. Αυτό που μετράει είναι να παίζεις» απάντησε σε κάποιον ο Νικ.
Όταν ο Νικ δεν έχει φύλλο καλύτερο από δεκάρι να φαίνεται στο τραπέζι, και υπάρχει μόνο ένας αντίπαλος να μένει στο κόλπο και αυτός ο αντίπαλος έχει έναν παπά σαν καλύτερο φύλλο να φαίνεται και έχει μόλις αντιποντάρει 50.000 δολ στο ποντάρισμα του Νικ επειδή θεωρεί ότι έχει δυνατό φύλλο – αυτή είναι η στιγμή της καθαρής απόλαυσης για τον Νικ.
Είναι η στιγμή που διαχωρίζει τον άνδρα που νοιάζεται για το παιχνίδι, και είναι για αυτό το λόγο τζογαδόρος, από τον άνδρα που νοιάζεται για τα λεφτά, και είναι για αυτό τον λόγο μη τζογαδόρος. Η τόλμη , η μνήμη, και η κρίση καλούνται ολάκερες με όλη τους την δύναμη σε δράση!