Όπως όμως και οτιδήποτε άλλο στον τζόγο, οι προσωπικοί κανόνες του Νικ να μην κυνηγάει τα χαμένα έχουν και τις εξαιρέσεις τους. Όπως συνέβη σε ένα διήμερο παιχνίδι ζαριών που έλαβε μέρος σε κλειστό κύκλο στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον βαρόνο του συνδικάτου Frank Costello. Το παιχνίδι έβαινε την 36η του ώρα και ο Νικ είχε αρχίσει να χάνει έντονα, όταν ξαφνικά άρχισε να διπλασιάζει τα στοιχήματα του κάθε φορά που ο γκάνγκστερ κέρδιζε ένα.
Ο Κοστέλλο γέλασε και προειδοποίησε τον Νικ ότι θα του έπαιρνε ότι σεντ του είχε απομείνει. Αλλά ο Νικ απλά του έγνεψε και συνέχισε να διπλασιάζει. Ήταν σχεδόν στον πάτο του κεφαλαίου με το οποίο είχε έρθει στο παιχνίδι όταν ο Κοστέλλο έχασε τέσσερα πονταρίσματα την σειρά. Τα συνεχόμενα κερδισμένα στοιχήματα του Νικ όχι μόνο δεν τον έκαναν να ρεφάρει αλλά τον έδωσαν και έναν αέρα 85.000 δολαρίων πάνω.
» Σου το είπα ότι αισθανόμουν τυχερός » του λέει ο Νικ τσεπώνοντας τις στοίβες με τα χρήματα . » Εσύ είσαι αυτός που δεν κυνηγάει ποτέ τα χαμένα χρήματα» του λέει ο αφρίζοντας ο Κοστέλλο. » Σωστά» λέει ο Νικ, μην τα κυνηγάς ποτέ εκτός αν σου έρθει αυτό το αίσθημα ότι θα κερδίσεις και αυτό κρατήσει όλη τη νύχτα. Τότε πάνε για τον ουρανό. Ένας που έχει μία τυχερή νύχτα μπορεί να κερδίσει ακόμη και αν τον σημαδεύει ένα γεμάτο πιστόλι… και ένας που αισθάνεται χαμένος δεν θα μπορέσει να κερδίσει ακόμη και με τις πιο ευνοϊκές συνθήκες.
“Άλλο ένα παράδειγμα ήταν όταν ο Νικ παρακολούθησε έναν νεαρό από το Κάνσας να παίζει ζάρια στο Λας Βέγκας . Ο νεαρός έχασε μερικά στοιχήματα και άρχισε να μην ρίχνει τα ζάρια κάθε φορά που ήταν η σειρά του. Ξαφνικά η τύχη του άλλαξε και κέρδισε 17 συνεχόμενες ζαριές. Στο τέλος αυτού του σερί φώναξε με χαρά στον υπεύθυνο του τραπεζιού , «Τα κέρδισα όλα πίσω». Ο άνθρωπος του καζίνο δεν ήξερε εάν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. » Ούτε και εγώ» είπε ο Νικ. Μετά την δεύτερη του πετυχημένη ζαριά άρχισα να ποντάρω και εγώ μαζί του σπάζοντας τον κανόνα μου που είναι να μην παίζω την γραμμή pass ( Ο Νικ δεν έπαιζε την γραμμή pass αλλά την γραμμή don’t pass λόγο του ότι η πρώτη έδινε πλεονέκτημα στο καζίνο
1.414 τοις εκατό ενώ η δεύτερη 1.402 τοις εκατό, και φυσικά ο Νικ το λάμβανε αυτό σοβαρά υπόψη ). Κέρδισα κάπου 8.000 δολάρια και θα κέρδιζα παραπάνω εάν μπορούσα να ποντάρω παραπάνω από το όριο του καζίνου. Αλλά ο μικρός δεν πήγε και πολύ μακριά. Κάθε μα κάθε φορά πόνταρε ένα και μοναδικό δολάριο». Μπορεί να χάσεις 100 ζαριές και να κερδίσεις 10 αλλά πάλι να βγεις κερδισμένος με τον τρόπο παιχνιδιού του Νικ. Τα ποσοστά τρέχουν συνεχώς εναντίον σου και ο μόνος τρόπος να τα αντιμετωπίσεις είναι να κερδίσεις όσο το δυνατόν περισσότερα σε όσο το λιγότερα πονταρίσματα. Η τύχη κάνει κύκλους. Από τον παίκτη εξαρτάται κατά πόσο μπορεί να την αξιοποιήσει, άλλωστε είναι θέμα χαρακτήρα.
Σε μία πόλη που άνθισε ραγδαία την εποχή του πυρετού του χρυσού, την Τόνοπα της Νεβάδα, πόλη φάντασμα σήμερα, ένα μεσημέρι τα κύματα καύσωνα της ερήμου ταράχτηκαν από την άφιξη ενός μεγάλου μαύρου ανοιχτού αυτοκινήτου, που πάρκαρε μπροστά από την είσοδο ενός καφέ της πόλης. Μία ξανθιά κοπέλα καθόταν πίσω από το τιμόνι και ένας ψηλός πνευματώδης άνδρας με μαύρο κοστούμι και παπιγιόν βγήκαν έξω. Δύο ηλικιωμένοι ξινισμένοι παλικαράδες κάθονταν στην βεράντα. Με την σκόνη να έχει κολλήσει πάνω στον ιδρώτα του δέρματος τους έμοιαζαν έτοιμοι να ξαναμπούν στις στοές για αναζήτηση χρυσού.
Καθώς είδαν τους δύο επισκέπτες με το ακριβό αυτοκίνητο να περνούν από δίπλα τους , ρώτησε ο ένας από τους ηλικιωμένους , » Ηθοποιός;» » Τσουκ» είπε ο άλλος «Νικ δε Γκρηκ». Η βεράντα έτριξε ακολουθώντας και αυτή τις αισιόδοξες κινήσεις των παλαιών χρυσοθήρων. Μέσα στο καφέ ο Νικ δε Γκρηκ ο ονομαστός μελετητής του Αριστοτέλη και του Λιτλ Τζο, και ως προς όλες τις στατιστικές ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος τζογαδόρος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, παρήγγειλε σάντουιτς για την κοπέλα και τον ίδιο. Καθώς αυτά ετοιμάζονταν, βόλταρε έως την άλλη άκρη του καφέ όπου είδε ένα παιχνίδι ζαριών με όριο τα 100 δολάρια σε εξέλιξη σε μία γωνία του χώρου.
Ο υπεύθυνος του τραπεζιού τον γνώρισε και ψιθύρισε κάτι στους άλλους παίκτες. Η δράση σταμάτησε. » Συνεχίστε παιδιά » τους λέει ο Νικ » είμαι απλά περαστικός , δεν έχω χρόνο για να παίξω». Δύο ώρες αργότερα ο Νικ ήταν ήδη 1.500 δολάρια χαμένος στο παιχνίδι και η πλειοψηφία του ενήλικου πληθυσμού της πόλης που ξεσηκώθηκε από τους ξινισμένους παλικαράδες ,είχε ήδη συνερεύσει μέσα ή έξω από το καφέ. Στην δύση του ηλίου, όταν τα ηλεκτριστικά νέα ότι ο μεγαλύτερος τζογαδόρος του κόσμου ήταν σε δράση στην πόλη εξαπλώθηκαν, οι παράτολμοι εξορύχτες ασημιού άρχισαν να έρχονται κατά μάζες από τους λόφους.
Κατά τα μεσάνυχτα το κορίτσι είχε κοιμηθεί στο αμάξι και για τον Νικ είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν όλα στο οπτικό του πεδίο. Στις 4 το πρωί όταν το πλήθος είχε ελαττωθεί σημαντικά , ο Νικ (που μερικές φορές κουβαλάει ποσά και των 150.000 δολαρίων πάνω του) πλήρωσε στον υπεύθυνο του παιχνιδιού που στεκόταν άναυδος και αμήχανος μπροστά του 9.720 χιλ. δολάρια σε μετρητά , επιπλέον υπολόγισε ότι πλήρωσε 17.000 δολάρια σε παράλληλα στοιχήματα. Ο Νικ χαμογέλασε νυσταγμένα τριγύρω και είπε , » Ήταν ένα πολύ ευχάριστο βράδυ για μένα κύριοι, πολύ ευχάριστο».
Στο δωμάτιο έπεσε σιωπή καθώς έγινε αντιληπτό ότι αυτή η γεμάτη ζωντάνια δράση έφτασε στο τέλος της. Τελικά ο υπεύθυνος του παιχνιδιού και ιδιοκτήτης του καφέ καθάρισε την φωνή του και είπε, » Κύριε Νικ , μιλώντας εκ μέρους μου και όλων αυτών των κυρίων, θέλω απλά να ξέρετε ότι ήταν μία μεγάλη μας τιμή η κοινωνική σας υπόσταση εδώ στην πόλη της Τόνοπα σήμερα. Δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να δούμε ένα μεγαλοτζογαδόρο να ρίχνει ζάρια σε αυτά τα μέρη πλέον , πόσο μάλλον τον βασιλιά αυτοπροσώπως. Όταν την έχουμε » ολοκλήρωσε με βραχνή φωνή » ξέρουμε πώς να αξιολογήσουμε αυτό που αξίζει να ειδωθεί».
Αυτός ο ευγενικός και αναπάντεχος τίτλος τιμής δεν είχε να κάνει σε τίποτα με τα λεφτά που έχασε ο Νικ εκείνη την ημέρα . Ο τίτλος τιμής ήταν υπεράνω από τα λεφτά, ένα ειλικρινές συναίσθημα, μία φιλοφρόνηση της πιο αγνής μορφής στον άνθρωπο που είναι προεξέχων σε έναν τομέα στον οποίο βασίζεται κατά τον μεγαλύτερο βαθμό η οικονομία της Νεβάδα. Επίσης τονίστηκε το κύρος του Νικ από ιστορικής άποψης. Ο ιδιοκτήτης του καφέ είχε την πρόθεση από ότι φαίνεται να εξυμνήσει τον Νικ όσο ποτέ άλλοτε. Όλο αυτό όμως που κατάφερε τέλος πάντων ήταν να κάνει τον πολυμαθή παίκτη έντονα ανήσυχο.
«Σχετικά με την τρίτη του πρόταση» είπε ο Νικ » μπορούσα παράπλευρα να δω τον συναισθηματισμό να νικάει τις υπαγορεύσεις της λογικής αυτού του ανθρώπου. Το λαμπύρισμα του πολιτικού έκανε μπάσιμο στο μάτι του. Φυσικά την έκανα για το αμάξι.»
Ο Νικ δε Γκρηκ , ένας περιπετειώδης τζέντλεμαν , με ένα ευμέγεθες κεφάλι, κυκλοθυμικά μάτια και μία ειρωνική ευχέρεια στο πνεύμα, είναι ενάντια στο να αναμοχλεύονται τα συναισθήματα ή να φέρνονται σε ένα χαμηλότερο σημείο , από έναν άνδρα προς έναν άλλο άνδρα. Ως αφοσιωμένος αναγνώστης του Πλάτωνα και γνώστης των ιπποδρομιακών εντύπων, ως ένας επιγραμματικά ασκούμενος φιλόσοφος επιφέρει έναν ήρεμο αέρα αποστασιοποίησης , ώστε το υπάρχον χάος να εμφανίζεται καθαρά μπροστά του χωρίς να εμποδίζει την προσπάθεια του να ζήσει στον κόσμο της νόησης.
«Το κεφάλι δεν πρέπει να φοριέται για χάρη της εμφάνισης » υποστηρίζει. » Ήταν επιδιωκόμενο να λειτουργεί ως αντηχείο για κάποια αιτία. Δεν είναι ένα παράσημο». Όντας πεπεισμένος έτσι, ο Νικ νομίζει ότι ο σκοπός πρέπει να θριαμβεύει πάνω από το συναίσθημα. » Ο άνθρωπος είναι μία κλινάμαξα που τραβιέται από δύο γαιδάρους» είπε σε κάποιους μελετητές της ζωής του. Ο γάιδαρος που ακολουθεί μία σταθερή πορεία είναι ο σκοπός, αυτός ο γάιδαρος που συνέχεια επιδιώκει να πηδήξει τα ίχνη για να βρεθεί με τις γαϊδάρες είναι το συναίσθημα. Πρέπει να κάνετε ηπιότερο τον δεύτερο γάιδαρο παιδιά αν θέλετε να βγάλετε την κλινάμαξα έξω από τον αχυρώνα».
Ο Νικ αγωνίστηκε παλικαρίσια να μειλιχεύσει το συναίσθημα μέσα του. Το έχει καταφέρει εν μέρει, τεκμαιρώμενος την πόζα ενός κυνικού και με καρδιά από πέτρα κοσμοπολίτη, που ψυχρά εντείνει τα σατυρικά του στιχουργήματα σε έναν κερατένιο κόσμο. Ατυχώς άνθρωποι με το βέβαιο ένστικτο να καταλαβαίνουν μόνο το πλαστό έχουν δει ευθέως μέσα από αυτή την πόζα, και αυτοί που τον ξέρουν αναφέρονται σε αυτόν ως έναν μεταξύ των πιο συμπονετικών ανδρών.
Μία χρονιά π.χ. ένας γηραιός αποχωρήσας ντήλερ της ρουλέτας, ο οποίος έχει βοηθηθεί κρυφά από τον Νικ για χρόνια, αποκάλυψε την βοήθεια του Νικ σε μία εφημερίδα του Λας Βέγκας. Επίσης αποκάλυψε ότι ο Νικ έχει υποστηρίξει εκατοντάδες άλλους ανθρώπους στην διάρκεια της ζωής του. Ο Νικ εξαγριώθηκε άγρια. Αρνήθηκε ότι γνώριζε τον ντήλερ. » Ποιανού φτηνός κράχτης είναι ;» έκραξε » του κοινωνικού ταμείου απόρων;» Και σαν να ήθελε να παραστήσει τον τσιγκούνη τσίριξε » Εγώ διαθέτω σε όποιους θέλουν το απομεινάρι ενός δωματίου ώστε να αποφύγω να μοιραστώ τον αέρα μαζί τους».
Όταν αυτές του οι διακηρύξεις διασκέδασαν τους συναναστρεφόμενους του οι οποίοι ενημερώθηκαν για όλα αυτά , αναγκάστηκε να καταφύγει στο Λος Άντζελες μέχρι να παγώσει αυτή η υπόθεση. » Ήταν μία υπόθεση μαζικής υστερίας » δήλωσε αργότερα ξαναφορώντας την — άστον να το χάψει πόζα του- εκφοβιστική στο να την παρατηρώ».
Στην περίπτωση αυτή η παραίσθηση ήταν μάλλον από την πλευρά του Νικ. Ο Νικ συνήθως διαλέγει τον αντίθετο δρόμο από αυτόν της παραίσθησης, δίνει περισσότερο βάρος στην ψύχραιμη , θλιμμένη ματιά της λογικής σε ένα κόσμο που προσπαθεί να στέκει πάνω από το κεφάλι του. Πίσω από την όψη του ατάραχου προσεκτικού παρατηρητή, παρατηρεί κρυφά κάθε άτομο σαν ένα μέλος ενός καρναβαλιού ντυμένος σαν ανειδίκευτος εργάτης πετρελαιοπηγής, μόλις βγαίνει από την τρύπα της εργασίας γεμάτος πασαλείμματα από πετρέλαιο χώνει το κεφάλι του στην τρύπα ενός τεντωμένου καραβόπανου μπροστά του για όσο διάστημα ένας αδιάλλακτος άνθρωπος εκσφενδονίζει μοιραία από έναν διπλανό λοφίσκο μπάλες του μπέιζμπολ πάνω του.
«Μία ολόκληρη ζωή να αποφεύγεις τις μπάλες» λέει απαυδισμένα, και τότε πασάρεται η επόμενη μπαλιά με χρήμα και πρέπει να πιαστείς σε άλλο ένα τέτοιο καρναβάλι. Χέει χο». Ως ένας εκλεπτυσμένος και μορφωμένος άνθρωπος, ο Νικ δεν πιστεύει στην μοίρα. Σε συζητήσεις συχνά την τοποθετεί στην κατηγορία της μαγείας, όπως στην ίδια κατηγορία τοποθετεί την πίστη στην τύχη, το φόρεμα φυλαχτών κ.λ.π. Από την άλλη όμως δεν απορρίπτει εντελώς την μοίρα.
Κάτι, νοιώθει πως πρέπει να έχει δουλέψει για αυτόν όλα αυτά τα χρόνια. Ενώ δεκάδες άλλοι μεγαλοτζογαδόροι έχουν εμφανισθεί, παίζοντας ένα , δύο ή πέντε χρόνια, μένουνε ταπί και εξαφανίζονται, ο Νικ δεν έχει ποτέ πλησιάσει στον πάτο της αφάνειας- ένα γεγονός που μερικές φορές φαίνεται να εκπλήσσει και τον ίδιο. » Ο μεγάλος Μπος του τζόγου πρέπει να μου μοίραζε χαρτιά έξω από το μανίκι του» λέει μετρημένα. Κάποιοι άλλοι τζογαδόροι νοιώθουν ότι κάτι δυνατότερο από τη μοίρα έχει πάρε δώσε με τον Νικ. Παρόλη την συνήθεια του που έχει μια ζωή στο να κάνει μοναχικούς νυχτερινούς περιπάτους μέσα σε μία ζούγκλα σαν το Σικάγο με πάνω από 100.000 δολάρια πάνω του, ποτέ δεν έχει πέσει θύμα ληστείας ή απάτης, όπως έχει συμβεί σε τόσους πολλούς από τους συναγωνιστές του.
Παρότι έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον κατεργάρικο και βίαιο ημιυπόγειο κόσμο του τζόγου, ποτέ του δεν έχει απαχθεί , κακοποιηθεί η πυροβοληθεί. Η ανοσία του στους κινδύνους του επαγγέλματος του έχει απασχολήσει ακόμα και την αστυνομία. Παρότι έχει λειτουργήσει σαν παίκτης περισσότερο σε πολιτείες όπου ο τζόγος είναι παράνομος δεν έχει συλληφθεί ποτέ. Η εξήγηση που δίνεται από το σινάφι του τζόγου και τον συναλλασσόμενο μαζί του κόσμο για την ανοσία του είναι ότι λειτουργούσε πάντα ως ανεξάρτητος τζογαδόρος, παίζοντας με τα δικά του χρήματα , αποφεύγοντας να συνεταιρίζεται με λέσχες του τζόγου και με συνδικάτα κακοποιών, κρατώντας το στόμα του κλειστό για αυτά που ξέρει και πληρώνοντας τα γραμμάτια ή τα χρέη του στην ώρα τους.
Η δική του εξήγηση δεν είναι τόσο άμεση και απλή. «Ένας ψαράς πέστροφας ψαρεύει για το σπορ, όχι για το κρέας » λέει. » Εγώ παίζω για το ρίσκο , όχι για τα λεφτά. Αυτή η νοοτροπία δημιουργεί μυστήριο στο μυαλό του αντιπάλου. Κανείς δεν θέλει να βγάλει ένα μυστήριο εκτός δράσης. Θέλουν να δουν που θα καταλήξει». Μετά από την διάβρωση του καλύτερου παικτικού μυαλού και κουράγιου στη μάχη ενάντια των ποσοστών ο Νικ δε Γκρηκ έχει έρθει ισόπαλος. «Αυτή τη στιγμή » λέει προς το τέλος της ζωής του » στέκομαι οικονομικά όπως ακριβώς βρισκόμουν όταν έκανα το πρώτο μου στοίχημα στο Μόντρεαλ. Είναι μία φυσιολογική εξέλιξη. Ρίχνε κορώνα γράμματα αρκετό διάστημα και πάντα θα έχεις την κορώνα και το γράμμα από 50τοις εκατό».
Δεν κατηγορεί την μοίρα για αυτήν την ακαρποφόρητη παράσταση , την κατηγορεί όμως για το μεγάλο φόρτο της διασημότητας του. Σε όλη του την ζωή , με σχολαστικότητα απέφευγε την μνεία την κοινής γνώμης. Εκτός μίας ή δύο περιπτώσεων δεν έδωσε ποτέ την συγκατάθεση του να γραφτεί κάτι για αυτόν ή να φωτογραφηθεί. » Το περιβόητο είναι τόσο χρήσιμο σε έναν παίκτη όσο ένα σφύριγμα αστυνομικού » λέει. Παρόλες τις προσπάθειες του πάντως, οι διαδόσεις και η περιέργεια τον έχουν σπερμολογήσει τόσο αδυσώπητα έτσι ώστε είναι πλέον ένας από τους πιο διάσημους και θρυλικούς ανθρώπους.
Υπήρξαν περίοδοι που ο Νικ αποστρεφόταν το επωνύμιο του δε Γκρηκ. Οποιοσδήποτε το ανέφερε εν παρουσία του ήταν σίγουρο ότι θα δεχόταν αυστηρή επίπληξη. » Το όνομα μου είναι Δάνδολος» , θα διέκοπτε ο Νικ προφέροντας αργά και προμελετημένα «Δ-ά-ν-δ-ο-λ-ο-ς-«. Ο Νικ σύχναζε αρκετά όταν ήταν στην Καλιφόρνια στο Brown Derby της Vine Street του Χόλυγουντ. Ένα αγόρι που δούλευε σαν υπηρέτης υποδοχής εκεί ήταν ένας συχνός παραβάτης. Εάν ο Νικ δεχόταν ένα τηλεφώνημα το αγόρι συχνά ξεχνούσε και έτρεχε στον πολυσύχναστο χώρο φωνάζοντας «
Τηλεφώνημα για τον Νικ δε Γκρηκ, τηλεφώνημα για τον Νικ δε Γκρηκ!» Αμετάβλητος ο Νικ θα τον διόρθωνε. Αλλά αυτό ήταν πριν ο ηρωικός ελληνικός στρατός καθότι πολύ μικρότερος και με πολύ λιγότερα πολεμικά μέσα κερδίσει τους Ιταλούς και καταβάλει ηρωική αντίσταση κατά των Γερμανών. Μία μέρα ο Νικ καθόταν στο Derby διαβάζοντας μία ιστορία για τον ηρωισμό του ελληνικού στρατού, όταν το αγόρι ξαναήρθε και φώναξε «Τηλεφώνημα για τον κύριο Δάνδολο» Ο Νικ κοίταξε με ένα κρύο μάτι τον νεαρό. » Από τώρα και στο εξής γιε μου» του λέει » καλύτερα να με φωνάζεις Νικ δε Γκρηκ».
«Στην πραγματικότητα δεν έχω νοιαστεί για αυτό το υποκοριστικό δε Γρκηκ , όσο και δεν έχω νοιαστεί να γίνω γνωστός σαν τζογαδόρος» λέει ο Νικ, «κάθε πορτοφολάς που πιάνεται από τον νόμο τυλίγει τον εαυτό του με τον μανδύα του τζογαδόρου. Όσο για το παρατσούκλι είναι συνηθισμένο. Μία μέρα στο Λας Βέγκας με σύστησαν σε επτά άλλους Νικ δε Γκρηκ από όλη τη χώρα, όλοι τους κρεοπώληδες και ζαχαροπλάστες. Όταν πρωτογνώρισα την Tallulah Bankhead αυτή με κατηγόρησε ότι ήμουν συνδικάτο(στην πραγματικότητα η ηθοποιός είχε εντυπωσιαστεί από την πληθωρική του προσωπικότητα)».
Για τον Νικ η ιδανική ζωή θα είναι εκείνη στην οποία θα μπορεί να παίζει ελεύθερα , νόμιμα και ιδιωτικά, 20 ώρες την ημέρα (κοιμόταν συνήθως 4 ώρες την ημέρα) , αλλά ναυάγησε στην διασημότητα. Για πάνω από δύο γενεές ο Νικ προσχώρησε σε μία μεγάλη και κεφάτη παρέα από διασημότητες και μη. Οι πρωτοπυγμάχοι Stanley Ketchel, Ace Hudkins και Jack Dempsey από τους καλύτερους του φίλους) για να αναφέρουμε μερικούς, οι άνθρωποι του τύπου Ο.Ο. Mclntyre, Mark Hellinger ,Walter Winchell (ο οποίος έγραψε σε ένα από τα πρώτα του άρθρα για τον Νικ), οι άνθρωποι του υπόκοσμου ΑΙ Capone, Legs Diamond και Dutch Schultz, με τους οποίος είχε μία επιφυλακτική εξοικείωση, οι παραγωγοί ταινιών Carl Laemmle, Sr. Howard Hughes και Joe Schenk, διάφοροι γνωστοί των εξεζητημένων σόους, όπως οι Yellow Kid Weil και Swifty Morgan, άνθρωποι των πετρελαίων όπως οι Ray Ryan και Blondie Hall, αμέτρητοι ηθοποιοί από τους λιγότερο γνωστούς George M.Cohan, W.C. Fields , έως τους John Barrymore και Ava Gardner, μέχρι και τους αδερφούς Dollar John, Half Dollar John και Two Bit John τζογαδόρους από την Νέα Υόρκη και τόσους άλλους.
» Σε αυτούς τους ανθρώπους χρωστάω μερικές από τις πιο ευχάριστες παρεμβολές στον τρόπο ζωής μου » λέει ο Νικ . Μετά από ένα καταστροφικό για αυτόν παιχνίδι στο Σαρατόγκα Σπρινγκς το 1920, ο Νικ κέρδισε 100.000 δολάρια σε ένα παιχνίδι ζαριών σε ένα μικρό ξενοδοχείο του Μανχάτταν στη δυτική 40η οδό. Όταν έφυγε από εκεί στις 2 την νύχτα ο Νικ πρόσεξε ότι τον ακολουθούσαν πέντε γεροδεμένοι άνδρες. Υποψιάστηκε ότι του έστησαν διπλή παγίδα και αντί να πάει κατευθείαν στο ξενοδοχείο του , κατευθύνθηκε στην Times Square και κόλλησε δίπλα σε έναν αστυνομικό που είχε υπηρεσία εκείνο το βράδυ. Παρέμεινε με τον άνθρωπο του νόμου μέχρι τις 6 το πρωί ,οπότε και του ήτο δυνατόν να πάει με ασφάλεια στον προορισμό του.
Οι επαγγελματίες τζογαδόροι σαν είδος της κοινωνίας , τυλίγονταν από την σκιά της συκοφαντίας μέσα στα μυαλά των ανθρώπων. Οι λέξεις επαγγελματίας τζογαδόρος έφερνε στο νου είτε κάποιους οπλισμένους κακοποιούς, ή κάποιους αετονύχηδες χαρτοκλέφτες που κοιμούνται την νύχτα και γδύνουν τα κορόιδα το βράδυ. Αυτή η εικόνα ήταν προφανώς ακριβής τα χρόνια των πλοίων στο Μισσισίπη τον 19ο αιώνα, αλλά τα χρόνια μετά το 1920 είναι πολλές φορές άδικη. Τώρα ο τζογαδόρος είναι ένας σκληρά εργαζόμενος που δουλεύει περισσότερες ώρες για την αποστολή του από ότι ένας μέσος επιχειρηματίας. Πρέπει να συνδυάζει τα ταλέντα του μαθηματικού και του ειδικού των σπορ, και πρέπει να έχει την αντοχή στην έλλειψη ύπνου όταν ένα μεγάλο παιχνίδι διαρκεί αρκετές μέρες.
Ο Νικ ντύνεται με εξαιρετικό γούστο, πάντα με κοστούμια με ταιριαστό χρώμα και συντηρητική κοψιά. Το ύφασμα είναι πάντα ατσαλάκωτο και είναι γνωστό ότι πηγαίνει πάλι σπίτι για να αλλάξει εάν δει το παραμικρό ψεγάδι στο ντύσιμο του. Η φωνή του Νικ είναι βαθιά και ηχηρή, και οι κοινωνικοί του τρόποι είναι κάτι που παρατηρείς με δέος. Μία ηθοποιός γοητεύτηκε τόσο πολύ από τον Νικ ώστε δήλωσε κάποτε ότι ήταν πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλο στον τέλειο άνδρα που θέλει μία γυναίκα. » Έχει μεγαλύτερη έλξη από όλους τους ηθοποιούς του Χόλυγουντ μαζί. Ξέρει πώς να χειριστεί τις καταστάσεις γύρω του σαν αληθινός άντρας του κόσμου. Και το σημαντικότερο μοιάζει να έχει πάντα τις τσέπες του γεμάτες με χιλιάδες δολάρια, και αν του αρέσεις σου δίνει μερικά. Τι άλλο να ζητήσει μία κοπέλα;»
Στις συναλλαγές του κόσμου του τζόγου ο Νικ θεωρείται σαν μία ανωμαλία γιατί η φήμη του βασίστηκε πάντα στις μεγάλες του χασούρες παρά στα μεγάλα του κέρδη. Οι άλλοι διάσημοι παίκτες της εποχής του όπως ο Άρνολντ Ρόθνστάιν και ο Τιτάνικ Τόμπσον, κέρδισαν την φήμη τους από μεγάλα κέρδη. Ο Ρόθστάιν π.χ. τσέπωσε πάνω από 750.000δολ. σε μία στημένη κούρσα στο Μπέλμοντ Πάρκ. Ο Τιτάνικ που χρωστάει το παρατσούκλι του για την προθυμία του να βυθίσει ένα υπό κατασκευή πλοίο και να πάει μαζί του στον πάτο εν ανάγκη, ήταν γνωστός επειδή μπορούσε να κερδίσει μεγάλα ποσά σε αιφνιδιαστικά χωρίς λογική για τους άλλους στοιχήματα.
Με τον Νικ ήταν πάντα η άλλη όψη του νομίσματος. Η φήμη του σαν τζογαδόρου βομβαρδιζόταν περιοδικά με νέα από τεράστιες χασούρες του φιλοσόφου Έλληνα. Πολλοί συνάδελφοι του , ενώ αναγνώριζαν τις ικανότητες και θαύμαζαν τα νεύρα του και το ψυχικό του σθένος, τον έβλεπαν κάτι σαν κορόιδο. Αυτό απορρέει από την παθιασμένη υπερηφάνεια του Νικ σαν τον νούμερο ένα παίκτη της χώρας. Το απολαμβάνει να θεωρείται σαν “καλό παλικάρι” από άκρη εις άκρη της χώρας. Προτείνει συχνά μικρότερες πιθανότητες από τις φυσιολογικές ή δέχεται στοιχήματα στα οποία έχει λιγότερες από ίσες τύχες στο να κερδίσει., επειδή ακριβώς θέλει να επιβεβαιώσει ότι έχει περισσότερα νεύρα από τους αντιπάλους του.
Η πιο επισφαλής του τακτική, σύμφωνα με άλλους που παρακολουθούν τον κόσμο των στοιχημάτων, είναι η πρακτική του να δίνει μεγάλη δράση σε παίκτες που έχουν πολύ λίγα να χάσουν. Οι τζογαδόροι ποτέ δεν αρέσκονται να εμπλέκονται με έναν αντίπαλο από τον οποίο δεν μπορούν να κερδίσουν ένα ικανοποιητικό ποσό, ο Νικ όμως συχνά ρισκάρει το μεγάλο του κεφάλαιο εναντίον κάποιου με μικρό κεφάλαιο. Μία φορά πήρε το τραίνο από το Λος Άντζελες για ένα ταξίδι στην Νέα Υόρκη. Του αρέσει πολύ να παίζει χαρτιά στο τραίνο, αλλά το μόνο γνώριμο που αντάμωσε στα βαγόνια του τραίνου ήταν ο Mike Lyman, ο μικρός αδερφός του διάσημου μαέστρου ορχήστρας Abe Lyman. Στην πρόσκληση του Νικ για ένα παιχνιδάκι χαρτιά απάντησε ότι έχει μόνο λεφτά για το ταξίδι και ότι θα ήταν χαζομάρα να χάσει ο Νικ τον χρόνο του μαζί του.
Τον Νικ δεν το ένοιαζε. » Θεώρησε ότι έχεις 1.000 δολάρια πίστωση από μένα , σε εμπιστεύομαι, του πρότεινε. Έτσι παίξαν σχεδόν συνεχώς σε όλη την διαδρομή, δοκιμάζοντας όλα τα γνωστά παιχνίδια για μονομαχίες όπως καζίνο, ράμυ, πινακλ, μπριτζ και άλλα. Όταν το τραίνο μπήκε στο Κεντρικό τερματικό σταθμό της Νέας Υόρκης ο Νικ βρέθηκε χαμένος ακριβώς 97.000 δολάρια. Ο Νικ άνοιξε την βαλίτσα του, μέτρησε τα 97 χιλιάρικα, και τα έδωσε στον κατάπληκτο αλλά χαρούμενο αντίπαλο. Οι παίκτες θα πουν ότι κανείς άλλος στο επάγγελμα δεν θα πλήρωνε το χρέος αυτό κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ακόμη και αν αυτή η φαινομενική ανακολουθία της αναλογίας μεταξύ χασούρας και κέρδους δίνει την εντύπωση ότι ο Νικ ήταν πάντα από την άτυχη πλευρά , πρέπει να τονιστεί ότι κέρδισε πολύ συχνά μεγάλα ποσά. »
Αλλά » όπως λέει χαρακτηριστικά ένας για πολλά χρόνια αντίπαλος του», ο καθένας μπορεί να κερδίσει στον τζόγο και να πάρει τα λεφτά με αβρότητα. Είναι λίγοι αυτοί που μπορούν να χάσουν και να πληρώσουν χωρίς κανενός είδους κραυγαλέας διαμαρτυρίας, και ο Νικ είναι ο πρωταθλητής των πρωταθλητών σε αυτό».
Παρόλο που ο Νικ ήταν σε επαφή με όλους τους μεγάλους γκάνγκστερ της Αμερικής υπάρχει μόνο μία καταγεγραμμένη (εκτός από την σύλληψη του για ακάλυπτη επιταγή των 100 δολαρίων το 1921, την οποία ο Νικ αμφισβήτησε ) σύλληψη του στις 21 Νοεμβρίου 1920 στο Σικάγο.Η δημοσίευση στις εφημερίδες έλεγε για την προσαγωγή του Νικ στο δικαστήριο με ένα αταίριαστο τέλος. Ο Νικ και μερικοί άλλοι συμπαίκτες του συνελληφθησαν όλοι με την κατηγορία του αδικήματος της αλητείας, και χωρίς να έχουν κάποιο νομικό στήριγμα ο δικαστής όρισε ότι πρέπει να τεθούν υπό κράτηση με χρηματική εγγύηση για την αποφυλάκιση τους τα 500 δολάρια έκαστος.
Ο Νικ έβαλε το χέρι του κάτω από το παλτό του βγάζοντας μία ζώνη με χρήματα. Από εκεί έβγαλε μερικές χιλιάδες δολάρια και πλήρωσε την εγγύηση για όλους τους κρατούμενους. Μετά από αίτημα των δημοσιογράφων που τον περικύκλωσαν καθώς έβγαινε από το δικαστήριο, μέτρησε τα χρήματα που είχε στην ζώνη, ήταν κάτι παραπάνω από 350.000 δολάρια!