Ο JP Kelly, κάτοχος δύο bracelets (ένα στο WSOP και ένα στο WSOP Europe) τονίζει τη σημασία της θέσης , του μέγεθους των stacks αλλά και της μορφής του board στα πονταρίσματά μας. Aς δούμε τα όσα γράφει:
“Toν τελευταίο καιρό, τα πονταρίσματα έχουν μικρύνει. Όταν πρωτοξεκίνησα να παίζω πόκερ, ήταν συνηθισμένο να κάνεις raise τρεις φορές το big blind. Σήμερα, οι παίκτες προτιμούν το min-raise. Ξεκίνησα να το κάνω και εγώ, πολύ πριν τους περισσότερους, αλλά πλέον δεν μου αρέσει και τόσο.
Γενικά, στα μεγάλα τουρνουά, κάνω raise δυόμιση φορές ή ακόμα και τρεις φορές το big blind στις αρχές, λόγω των μεγάλων stacks. Σε πολλά τουρνουά, στην αρχή, έχουμε περί τα 300 big blinds. Όταν όμως εμφανίζονται τα antes, το μέσο stack φτάνει τα 150 big blinds – και στο επόμενο levels πέφτει στα 100 big blinds.
Επειδή πέφτουμε από τα 300 στα 100 μέσα σε περίπου πέντε ώρες, πρέπει να προσαρμόσουμε το παιχνίδι μας. Γιαυτό προσαρμόζω το ύψος των πονταρισμάτων μου λόγω των μεγεθών των stacks, και όχι λόγω της δύναμης των hands μου. Αν κάνουμε απλά min-raise, είναι δυσκολότερο να “διαβάσουμε” τους αδύναμους παίκτες αφού θα μπορούσαν να κρατούν οτιδήποτε. Με το 2.5xBB raise όμως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο . Δεν με ενοχλεί το να δίνω στα blinds καλύτερα odds για να κάνουν call, αφού θα έχω position απέναντί τους. Θα πρέπει να διατηρούμε σταθερό το ύψος των opening raise μας σε κάθε blind level, ώστε να μην αποκαλύπτουμε πληροφορίες στους αντιπάλους μας.
Η δύναμη της θέσης
Το να βρισκόμαστε εκτός θέσης μας δυσκολεύει περισσότερο στο να κερδίσουμε το hand. Γιαυτό συχνά κάνω 3-bet, ποντάροντας περισσότερο από το μέγεθος του pot, εκτός θέσης – ενώ όταν έχω position ποντάρω λιγότερα. Ας πούμε λοιπόν ότι σε blinds 200/400 κάποιος κάνει raise στα 1.000. Αν είμαι το small blind, θα ποντάρω 3.200 ως στάνταρ 3-bet. Στο button όμως, θα κάνω raise στα 2.400 ή 2.500. Το κάνω για να αποθαρρύνω παίκτες από το να κάνουν call – όμως καλό είναι να το κάνουμε και με καλά hands, αφού θα καταστεί φανερό το να κάνω μεγάλο raise με άσχημα hands και μικρό raise με καλά hands.
Ένα καλό μέγεθος του 3-bet μετά από κάποιο open raise είναι περίπου δυόμιση φορές το ποντάρισμα. Στις αρχές του τουρνουά, το 3-bet μου είναι τρεις φορές το ποντάρισμα. Με αντίπαλο έναν κακό παίκτη, θα είναι μεγαλύτερο ώστε να “χτίσω” ένα μεγάλο pot. Ένα λάθος που κάνουν ακόμα και οι καλοί παίκτες είναι να κάνουν μικρά raises για value απέναντι στους κακούς παίκτες.
Ο κακός παίκτης όμως θα κάνει συχνά call ανάλογα με το hand του και όχι με το μέγεθος του 3-bet που δέχεται. Επιπλέον, μεγαλώνοντας το αρχικό 3-bet αυτόματα αυξάνονται και τα ενδεχόμενα πονταρίσματά σας στις επόμενες streets του hand. Απέναντι σε έναν κακό παίκτη, ίσως ποντάρω το pot σε κάθε street αφού θα δεχθώ call – δεν έχει σχέση με το ύψος του πονταρίσματος, αλλά με το κατά πόσο τους αρέσει το hand που κρατάνε ή όχι.
Το παιχνίδι postflop
Τα continuation bets έχουν μικρύνει – από τα 2/3 του pot , στο μισό του pot. Προσωπικά, αλλάζω το μέγεθος των πονταρισμάτων μου βασισμένος και στη μορφή του board. Aν π.χ. το board έρθει Α-2-7 rainbow, θα ποντάρω πολύ λιγότερο από ότι αν το flop είναι π.χ. .
Η αλλαγή στο μέγεθος του πονταρίσματος βασίζεται στη μορφή του board και όχι στη δύναμη του hand. Στο πρώτο flop, το hand του αντιπάλου δύσκολα θα βελτιωθεί, γιαυτό και δε χρειάζεται να ποντάρετε “δυνατά”. Αντίθετα, στο δεύτερο flop υπάρχουν πολλά draws, γιαυτό και πρέπει να τους τα “χρεώσετε”.
Πρέπει να θεωρείτε τις τρεις streets μετά το flop ως άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και να σχεδιάζετε το ύψος των πονταρισμάτων σας στο flop έχοντας στο μυαλό σας το turn και το river – ενδεχομένως ποντάροντας λίγο πιο δυνατά στο flop ώστε στο river να μπορείτε να παίξετε τα ρέστα σας. Ακόμα και οι καλοί παίκτες θα ποντάρουν στο flop δίχως να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για το turn, ελπίζοντας να κερδίσουν το pot εκείνη τη στιγμή.
Το να ποντάρουμε δίχως κάποιο σχέδιο είναι άσχημο. Πολλοί παίκτες κάνουν πλέον call σε μία street από… συνήθεια! Πάντα να έχετε ένα σχέδιο. Το flop είναι το σημείο – κλειδί του hand όπου μπορείτε να καθορίσετε το υπόλοιπο σχέδιό σας. Καθορίστε τι πρόκειται να κάνετε με το μέγεθος των πονταρισμάτων σας, ώστε να ρυθμίσετε το μέγεθος του pot ανάλογα με το τι προσπαθείτε να πετύχετε. Αν κάνετε semi-bluff με flush draw, προσπαθείτε να “χτίσετε” ένα pot ώστε αν “πιάσετε” το flush να πληρωθείτε κατά το μέγιστο δυνατό.
Αν ετοιμάζετε μια μπλόφα, μπορείτε να ασκήσετε πίεση στον αντίπαλο . Εφόσον έρθει το σωστό φύλλο, ο αντίπαλός σας θα δυσκολευτεί περισσότερο να κάνει το call. Αλλά, πρέπει να είστε προσεκτικοί όταν μεγαλώνετε το pot σε περίπτωση που μπλοφάρετε. Κάποιες φορές μπορεί ο αντίπαλος να έχει odds της τάξης του 4-1 στο river, ώστε να μη μπορεί πλέον να πάει πάσο!
Η ικανότητα του να “διαβάζετε” τα hands των αντιπάλων είναι σημαντική . Χάρη σε αυτήν μπορείτε να ρυθμίσετε το ύψος των πονταρισμάτων σας βασισμένοι στο τι πιστεύετε ότι κρατά ο αντίπαλος, αλλά και στο τι πιστεύουν αυτοί ότι κρατάτε. Εξίσου σημαντικό είναι το να γνωρίζετε πώς ποντάρουν κάποιοι αντίπαλοί σας με συγκεκριμένα hands. Μπορείτε να αποκλείσετε πολλά hands από το πιθανό range του αντιπάλου σας, αφού πολλοί παίκτες αποκαλύπτουν πολλά, ανάλογα με το πώς ποντάρουν στο river.
Για παράδειγμα, ίσως ποντάρουν λίγα με τα μέτρια hands τους ή να ποντάρουν το pot – ή τουλάχιστο, περισσότερα από ότι πριν – με τα δυνατά τους hands. Στο WSOP Main Event της Day 7 πήγα πάσο με Α-Κ σε board A-A-J-9-8 όταν ο αντίπαλός μου πόνταρε πολύ δυνατά στο river. Φαινόταν πολύ άνετος – γιατί να ποντάρει τόσο δυνατά αν δεν είχε ένα πολύ καλό hand; Ένιωθα πως αν είχε χειρότερο Άσσο από τον δικό μου θα πόνταρε περίπου το μισό pot ενώ δεν πίστευα πως μπλοφάρει. Γιαυτό και πήγα πάσο. Όπως ανακάλυψα αργότερα, κρατούσε Α-8.
Το μέγεθος των stacks είναι το “κλειδί” στο ύψος των πονταρισμάτων. Αποτελεί κύριο λόγο για τον οποίο τα πονταρίσματα μικραίνουν καθώς τα stacks “ρηχαίνουν”. Προσθέστε την position και τη μορφή του board και έχετε, έτσι, τους τρεις παράγοντες που θα καθορίσουν το αν θα ποντάρετε πολλά ή λίγα. «