Πρόταση της ΚPGM για φορολόγηση των εταιριών στοιχηματισμού(Κύπρος).

Γιάννης ΠερτσινίδηςΔιεθνή ΝέαLeave a Comment

Η εταιρία KPMG έπειτα από έρευνα που πραγματοποίησε, πρότεινε ως καλύτερο σύστημα φορολόγησης τον φόρο επί μεικτού κέρδους αντί του φόρου 3% επί του συνολικού τζίρου που θέλει να επιβάλει η Κυπριακή κυβέρνηση.

Το stockwatch.com.cy δημοσιεύει αναλυτικό άρθρο σχετικά με το θέμα:

Την υιοθέτηση του φόρου επί του μεικτού κέρδους στο νέο σύστημα φορολόγησης των τυχερών παιχνιδιών μέσω διαδικτύου στην Κύπρο προτείνει η KPMG Κύπρου, σε μελέτη που της ανατέθηκε από το Remote Gambling Association (RGA).

Ο RGA θεωρείται η μεγαλύτερη εμπορική ένωση εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια και ανέθεσε στην KPMG τη μελέτη με αφορμή την πρόθεση της κυπριακής κυβέρνηση να φορολογήσει το τζίρο – αντί το μεικτό κέρδος – των τυχερών παιγνιδιών μέσω διαδικτύου.

Η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να φορολογήσει τις εταιρείες τυχερών παιγνιδιών μέσω διαδικτύου με 3% του συνολικού τους τζίρου.

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με αυτό το σύστημα φορολόγησης η κυβέρνηση δεν θα έχει όσο όφελος όσο θα προέκυπτε με τη φορολογία επί του μεικτού κέρδους των εταιρειών.

Η KPMG υποστηρίζει ότι ο φόρος επί του μεικτού κέρδους είναι καλύτερος τρόπος φορολόγησης των τkpmg-logoυχερών παιχνιδιών απ’ ότι ο φόρος του συνολικού τζίρου για ένα αριθμό λόγων.

Πρώτον, εκτιμά ότι η φορολογία μεικτών κερδών θα ενθαρρύνει περισσότερες εταιρείες να λάβουν άδεια και έτσι θα μεγιστοποιηθεί το μέγεθος της τοπικά ρυθμιζόμενης αγοράς δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για αύξηση των φορολογικών εσόδων για την κυβέρνηση.

Η KPMG εκτιμά ότι ο ιδανικός συντελεστής φορολογίας μεικτού κέρδους είναι 10%, που με τα σημερινά δεδομένα μπορεί να εισρέουν στα κρατικά ταμεία κοντά €5,2 εκ. ετησίως από τα ηλεκτρονικά αθλητικά στοιχήματα.

Στο 15% η KPMG υπολογίζει ότι τα έσοδα μειώνονται γιατί θα επιλέξουν να αδειοδοτηθούν στην Κύπρο λιγότεροι πάροχοι και στο 30% το κίνητρο για αδειοδότηση θα εξαλειφτεί πλήρως.

Δεύτερον, η μελέτη υποστηρίζει ότι αυτή η φορολογία ενθαρρύνει περισσότερες υπεύθυνες εταιρείες να λάβουν άδεια, με αποτέλεσμα περισσότεροι Κύπριοι πελάτες να στοιχηματίζουν σε μια ρυθμιζόμενη αγορά και να υπόκεινται στις πολιτικές κοινωνικής ευθύνης της κυβέρνησης.

Τρίτον, ο ίδιος φορολογικός συντελεστής για μεικτά μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων τυχερών παιχνιδιών, με διαφορετικά ποσοστά αμοιβής χωρίς να διαστρεβλώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Δηλαδή, μπορεί να ισχύει ο ίδιος συντελεστής για το online poker, για επίγεια καζίνο και για άλλα ήδη τζόγου και επομένως, η εφαρμογή κοινού συντελεστή φορολογίας στο μεικτό κέρδος δεν δημιουργεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό.

Επίσης, οι δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών με ψηλά ποσοστά αμοιβής (όπως τα καζίνο και το διαδυκτιακό πόκερ) μπορούν να φορολογούνται αποτελεσματικά μόνο με το μεικτό κέρδους, αποδεικνύοντας έτσι ότι μια σημαντική πιθανή πηγή φορολογικών εσόδων αποκλείεται εάν εισαχθεί η φορολογία τζίρου.

Ανακοίνωση του RGA, που επικαλείται τη μελέτη, αναφέρει ότι παρόλο που η κυπριακή κυβέρνηση δεν προτίθεται να ρυθμίσει τα προϊόντα αυτά στο παρόν, λαμβάνοντας υπόψη τις μελέτες που γίνονται για πιθανή αδειοδότηση επίγειων καζίνο, η έκθεση καλύπτει και τις επιπτώσεις στη φορολόγηση αυτών των προϊόντων αλλά και στο μέγεθος της τοπικά αδειοδοτημένης αγοράς.

Η μελέτη κάνει πάντως αναφορά και στη διεθνή πρακτική. Αναφέρει ότι οι πλείστες χώρες επιβάλλουν φορολογία στα μεικτά κέρδη αντί στο τζίρο.

Η μόνη χώρα που προσπάθησε να πάει ενάντια στο ρεύμα ήταν η Γαλλία, αναφέρει η μελέτη, επιβάλλοντας το 2010 φορολογία 7,5% στον τζίρο των εταιρειών ηλεκτρονικού αθλητικού στοιχήματος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Γάλλοι συνέχισαν να στοιχηματίζουν με εταιρείες εκτός της γαλλικής επικράτειας και το κράτος εισέπραξε λιγότερα από όσα ανέμενε. Ο ρυθμιστής στη Γαλλία εισηγείται αλλαγή της φορολογίας σε μεικτού κέρδους, αντί τζίρου.

Η Βρετανία άλλαξε τη φορολογία το 2011 σε φόρο 15% επί του μεικτού κέρδους και η Δανία χρεώνει 20%. Η αλλαγή του καθεστώτος φορολογίας στη Δανία οδήγησε στην αδειοδήτηση 63 εταιρειών αντί 20-25 που ήταν η αρχική εκτίμηση.