Έως το 1994 λειτουργούσαν στην Ελλάδα τρία καζίνα, και συγκεκριμένα του Μοντ Παρνές, της Κέρκυρας και της Ρόδου. Η τιμή του εισιτηρίου καθοριζόταν από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (EOT), ο οποίος ανήκει στο Δημόσιο (μεταξύ 2000 και 1500 δραχμών).
Με νόμο του 1994 προβλέπονταν η χορήγηση συγκεκριμένου αριθμού αδειών λειτουργίας. Από το 1995, οι επιχειρήσεις των καζίνων υποχρεώθηκαν να εκδίδουν εισιτήριο ανά άτομο στην τιμή των 5000 δραχμών (15 ευρώ). Οι επιχειρήσεις παρακρατούν το 20 % της αξίας του εισιτηρίου το δε υπόλοιπο 80 % αποτελεί «δικαίωμα του Δημοσίου».
Εν συνεχεία, η εκμετάλλευση των καζίνων της Κέρκυρας και του Μοντ Παρνές περιήλθε από τον ΕΟΤ στην Ελληνική Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης (ETA), η οποία ανήκε εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο. Η τιμή του εισιτηρίου στα καζίνα ήταν 6 ευρώ.
Για τα έξι καζίνα που δημιουργήθηκαν μετά το 1995 (της Χαλκιδικής, του Λουτρακίου, της Θεσσαλονίκης, του Ρίο (Αχαΐα), της Ξάνθης (Θράκη) και της Σύρου), η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 15 ευρώ, εξαιρουμένου αυτού της Θεσσαλονίκης το οποίο εκμεταλλεύεται η εταιρία Regency Entertainment Ψυχαγωγική και Τουριστική ΑΕ, για το οποίο η τιμή του εισιτηρίου ορίστηκε σε 6 ευρώ δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953.
Το 2009, η Κοινοπραξία Τουριστική Λουτρακίου AE OTA (επιχείρηση που εκμεταλλεύεται το καζίνο του Λουτρακίου) υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία υποστηρίζοντας ότι το σύστημα αυτό ισοδυναμεί με τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως στα καζίνα του Μοντ Παρνές, της Κέρκυρας και της Θεσσαλονίκης.
Στις 24 Μαΐου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/716/EE με την οποία διαπίστωσε ότι η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση ορισμένων καζίνων προκαλεί δυσμενείς διακρίσεις και συνιστά κρατική ενίσχυση.
Επομένως, η Ελλάδα έπρεπε να ανακτήσει από τα καζίνα αποδέκτες τη μη συμβατή ενίσχυση που χορηγήθηκε μετά την 21η Οκτωβρίου 1999 και να ακυρώσει κάθε εκκρεμούσα φορολογική διάκριση.
Η απόφαση έπρεπε να εφαρμοστεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της. Εντός δύο μηνών η Ελλάδα έπρεπε να υποβάλει τις εξής πληροφορίες στην Επιτροπή:
α) κατάλογο των αποδεκτών των ενισχύσεων,
β) το συνολικό ποσό,
γ) αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και
δ) έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον αποδέκτη να επιστρέψει την ενίσχυση.
Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 3 Αυγούστου 2011, η Ελλάδα άσκησε την παρούσα προσφυγή. Κατά της αποφάσεως ασκήθηκαν τέσσερις ακόμη προσφυγές.
Με τη σημερινή του απόφαση το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ των καζίνων στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 6 ευρώ.
Διαπιστώνει καταρχάς ότι τα καζίνα στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 6 ευρώ υποχρεούνται να αποδίδουν στο Δημόσιο 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο (80 % × 6 ευρώ), ενώ εκείνα στα οποία ισχύει το εισιτήριο των 15 ευρώ υποχρεούνται να αποδίδουν 12 ευρώ ανά είσοδο (80 % × 15 ευρώ).
Ωστόσο, τα ποσά που αποδίδουν τα καζίνα στο Δημόσιο, ως δικαιώματα αυτού επί της τιμής του εισιτηρίου, είναι ευθέως ανάλογα των ποσών που εισπράττουν από τα εισιτήρια. Επιπλέον, το εξεταζόμενο μέτρο δεν ισοδυναμεί με μείωση της φορολογικής βάσεως, διότι τα ποσά τα οποία αποδίδει κάθε καζίνο αντιστοιχούν στο 80 % του συνόλου των εισπράξεών του από τα εισιτήρια.
Επιπλέον, μόνον το γεγονός ότι το καζίνο της Θεσσαλονίκης ζήτησε και πέτυχε την εφαρμογή της μειωμένης τιμής εισιτηρίου δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Τέλος, όσον αφορά τα περί μη αποδόσεως των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των εισιτηρίων από το καζίνο της Κέρκυρας και το καζίνο του Μοντ Παρνές κατά το χρονικό διάστημα από την 21η Οκτωβρίου 1999 έως τα τέλη του 2000, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως.
Το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση 2011/716/ΕΕ της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία σε ορισμένα ελληνικά καζίνα.